Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Έντεκα Χριστουγεννιάτικα Λαμπιόνια (Ένα παιδικό παραμύθι)


Ένα μικρό κοριτσάκι με φακίδες ζούσε στο Μαγικό Χωριό και το έλεγαν Κατερίνα.

Ένα βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων, όταν η μαμά της πήγε να τη βάλει για ύπνο, αυτή είπε ότι δε σκόπευε να κοιμηθεί. Ποτέ!

«Μα γιατί;» τη ρώτησε η μαμά της. «Επειδή υπάρχουν χίλια όμορφα πράγματα να κάνω ξύπνια! Δε θα κλείσω ξανά τα μάτια μου κι έτσι δε θα τα χάσω.» Η μαμά της Κατερίνας προσπάθησε να την πείσει να κοιμηθεί, τη νανούρισε, της έβαλε τις φωνές και στο τέλος παραιτήθηκε και πήγε για ύπνο.

Η Κατερίνα έμεινε μόνη στο δωμάτιο κι άναψε το φως. Δεν είχε όμως πει στη μαμά της τον κυριότερο λόγο που δεν ήθελε να κοιμηθεί: ένας συμμαθητής της τής είχε πει πως όταν μένεις ξύπνιος για πολλές μέρες, πράγματα φανταστικά αρχίζουν να συμβαίνουν, χωρίς να προσπαθήσεις καθόλου. Κι η Κατερίνα ήθελε να δει με τα μάτια της τα χίλια όμορφα πράγματα. Περίμενε, περίμενε αλλά η νύχτα δεν περνούσε με τίποτα. Διάβασε, έπαιξε και το μόνο περίεργο που συνέβαινε -και μάλιστα δεν ήταν καν περίεργο- ήταν ότι νύσταζε. Κόντευε να ξημερώσει όταν...

…Μουσική από τύμπανα ακούστηκε έξω απ’ το παράθυρό της. Έτρεξε κι είδε μια χριστουγεννιάτικη μπάντα με μουσικούς ντυμένους στα κόκκινα να κάνουν παρέλαση έξω απ’ το σπίτι της. Το κοριτσάκι άνοιξε το παράθυρο, βγήκε κι έτρεξε πίσω απ’ τη μπάντα. Άρχισε λοιπόν κι αυτή να κάνει παρέλαση, κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά.

Αντί όμως για τους συγχωριανούς της τη μπάντα παρακολουθούσαν όλα τα ζωάκια του χωριού. Χαρούμενη χαιρέτησε τις πάπιες, τις γάτες, τα σκυλάκια, τους τρυποκάρυδους και τις αλεπούδες που χειροκροτούσαν. Τα χρώματά γύρω της ήταν όλα λάθος: τα δέντρα ήταν πορτοκαλί, ο ουρανός ροζ, η θάλασσα κίτρινη, τα σύννεφα πράσινα. Ήταν όμως πιο ωραία απ’ ότι συνήθως. «Αυτά πρέπει να ’ναι τα φανταστικά πράγματα που έλεγε ο συμμαθητής μου κι η μαμά δεν πίστευε», σκέφτηκε η Κατερίνα.

Η μπάντα την οδήγησε σ’ ένα λιβάδι και ξαφνικά εξαφανίστηκε. Η Κατερίνα κούνησε τα χέρια της στο αέρα. Εμφανίστηκε ένας μεγάλος άσπρος θάμνος. Από μέσα του πετάχτηκαν έντεκα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που, αναμμένα, άρχισαν να γυρνούν γύρω από το κεφάλι της. Τη σήκωσαν στον αέρα και καθώς αυτή χειροκροτούσε ενθουσιασμένη την κάθισαν στην κορφή μιας πανύψηλης ρόδας λούνα-παρκ. Ήταν τόσο ψηλά που μπορούσε να δει πέρα από το Μαγικό Βουνό, κι αυτό που είδε εκεί της κίνησε την περιέργεια. Τινάχτηκε από το καρεκλάκι της και σ’ ένα δευτερόλεπτο βρέθηκε πίσω απ’ το βουνό, σε μια τεράστια έρημο. Παντού υπήρχε λευκή γαλάζια άμμος και περίτεχνοι δαντελωτοί αμμόλοφοι.

Η Κατερίνα προχώρησε κι είδε μερικούς χρυσούς φοίνικες και μια ροζ λιμνούλα. Βούτηξε και έφτασε στο βυθό της. Μια τρύπα τη ρούφηξε. Έπεφτε για πολύ ώρα μέσα σε ένα τούνελ καθώς πολύχρωμα φωτάκια αναβόσβηναν γύρω της. Πέρασε το εσωτερικό ολόκληρης της γης και βγήκε απ’ την άλλη πλευρά.

Τώρα ήταν στη ζούγκλα! Πανύψηλα πορτοκαλί δέντρα βρισκόταν γύρω της και πάνω τους μικρές μαϊμούδες. Πριν προλάβει το κοριτσάκι να αντιδράσει παρουσιάστηκε μπροστά του ένας νέος άντρας που φορούσε μια γαλάζια μπέρτα και είχε μια ασημένια κορώνα στο κεφάλι. «Καλώς ήρθες στη ζούγκλα!» της είπε. «Εγώ είμαι ο αυτοκράτορας της ζούγκλας. Πάμε στο παλάτι μου;».

Το κοριτσάκι ακολούθησε τον αυτοκράτορα κι έφτασαν μαζί σε ένα θεόρατο παλάτι φτιαγμένο όχι από χώμα ή πέτρες αλλά από χρυσά σύννεφα. Μια συννεφένια πύλη άνοιξε και μπήκαν μέσα. Η Κατερίνα πήγε μια βόλτα και εξερεύνησε όλα τα πουπουλένια δωμάτια, που ήταν γεμάτα παράξενα και τέλεια παιχνίδια. Μόνο μια πόρτα δε μπόρεσε να ανοίξει. «Τι είναι εδώ;» ρώτησε τον αυτοκράτορα κι αυτός αποκρίθηκε: «Εδώ είναι η Εκπληκτική Αίθουσα. Και δε μπαίνει κανείς εκτός από μένα.» «Μα γιατί; Ταξίδεψα από τόσο μακριά...» Ο αυτοκράτορας δίστασε. «Επειδή φαίνεσαι καλό κοριτσάκι θα σε αφήσω να μπεις μονάχα όμως αν βρεις τη λύση στο αίνιγμα που θα σου πω. Από ψηλά γκρεμίζεται, πέφτει και δεν ραγίζεται. Τι είναι...;»

Η Κατερίνα το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κει και λύση δε βρήκε. Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να παραιτηθεί τα έντεκα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια ξανάναψαν γύρω από το κεφάλι της, δίνοντάς της μια ιδέα. «Είναι η βροχή!» φώναξε. «Σωστά», είπε ο Αυτοκράτορας, «αυτό είναι!» και πάτησε ένα κουμπί. Η συννεφένια πόρτα άνοιξε αργά-αργά και το κοριτσάκι μπήκε σε μια ψηλή και μεγάλη αίθουσα. Ήταν γεμάτη ψάρια που πετούσαν! Σε κάθε σπιθαμή της, απ’ το πάτωμα μέχρι το ταβάνι πετούσαν τα πιο πανέμορφα ψαράκια που είχε δει ποτέ. Είχαν όλα διαφορετικά χρώματα και διαφορετικά σχήματα. Η Κατερίνα σηκώθηκε στον αέρα και άρχισε να πετάει με τα ψάρια και να παίζει μαζί τους. «Έχω τα χίλια πιο σπάνια ιπτάμενα ψάρια του κόσμου. Σ’ αρέσει το ιπτάμενο ενυδρείο μου;.» τη ρώτησε ο Αυτοκράτορας. «Πάρα πολύ» απάντησε αυτή γελώντας...

Είχε μεσημεριάσει κι η μαμά γυρνούσε σπίτι μ’ ένα χριστουγεννιάτικο δώρο για τη μικρή Κατερίνα. Μπήκε στο δωμάτιό και βρήκε την κόρη της στο κρεβάτι. «Ξύπνα υπναρού...» της είπε τρυφερά και το κορίτσι ξύπνησε έκπληκτο κι έτριψε τα μάτια του. Η μαμά γέλασε: «Εσύ δεν είσαι που δε θα κοιμόσουν ποτέ; Τα έκλεισες τα μάτια σου τελικά; Είδες κανένα ωραίο όνειρο;» Η Κατερίνα τα είχε χαμένα... Την πήρε τελικά ο ύπνος...

Τότε η μαμά τής έδωσε ένα δώρο. Το κορίτσι άνοιξε το περιτύλιγμα και βρέθηκε μπροστά σ’ ένα μεγάλο γυάλινο ενυδρείο. Μέσα κολυμπούσαν πολλά μικροσκοπικά ψαράκια. Τι όμορφα που ήταν! Η μαμά τής έδωσε τροφή κι η Κατερίνα τα τάισε. Μαζεύτηκαν όλα μαζί, σαν σύννεφο, και τσιμπολογούσαν την τροφή, καθώς το κοριτσάκι σκεφτόταν πόσα να ’ταν τα ψάρια μέσα στο ενυδρείο . Η μαμά της, λες και μάντεψε τη σκέψη της τής είπε: «Μην κουράζεσαι να τα μετράς. Είναι ακριβώς χίλια.»

Κι η Κατερίνα θυμήθηκε: «Χίλια... Τα χίλια όμορφα πράγματα... μαμά σ’ ευχαριστώ πολύ!» Το κοριτσάκι αγάπησε όλα τα ψαράκια της και δε θέλησε να ξαναμείνει ξύπνια τα βράδια. Είχε πλέον μάθει πως φανταστικά πράγματα μπορούν να συμβούν και με ανοιχτά αλλά και με κλειστά μάτια...

http://enteka.blogspot.com/2006/12/blog-post_116678192413413430.html

Δεν υπάρχουν σχόλια :