ierissos.blogspot.com
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Διαμαντής Ν. Καραμούζης
Καθηγητής Α.Π.Θ.
Το κύριο έργο ενός επιστήμονα, όπως για παράδειγμα αυτού που είναι υπεύθυνος για τη μελέτη των υδατικών αποθεμάτων μιας περιοχής, είναι η διαχείριση του συστήματος, που αποδίδει αυτά τα αποθέματα. Με τον όρο ανάλυση συστημάτων εννοείται το σύνολο των αποφάσεων που παίρνονται προκειμένου να γίνει τροποποίηση της κατάστασης του εξεταζόμενου συστήματος. Οι αποφάσεις αυτές αφορούν την αντιστοίχηση αριθμητικών τιμών με μεταβλητές αποφάσεων. Παραδείγματα τέτοιων μεταβλητών αποφάσεων συνιστούν η θέση, ο ρυθμός και ο χρόνος διαχείρισης των επιφανειακών υδατικών πόρων, όπως και άντληση ή η τεχνητή επαναπλήρωση ενός υδροφορέα. Σε αντιδιαστολή.....
οι πιεζομετρικές στάθμες του νερού, οι εδαφικές καθιζήσεις και οι συγκεντρώσεις των διαφόρων ρύπων και αλάτων, ως συναρτήσεις του χώρου και του χρόνου, συνιστούν παραδείγματα καταστατικών μεταβλητών. Ο λόγος αλλαγής της κατάστασης ενός μελετούμενου συστήματος, δηλαδή η μετάβασή του από μια υφιστάμενη κατάσταση σε μια άλλη πιο επιθυμητή, υπαγορεύεται προφανώς από την ανάγκη της επίτευξης κάποιων στόχων. Η σχετική διαδικασία υλοποιείται με ένα βέλτιστο σύνολο αποφάσεων, οι οποίες οδηγούν στην έννοια της πολιτικής. Για την άσκηση μιας πολιτικής επίλυσης ενός προβλήματος διαχείρισης, είναι απαραίτητος ο καθορισμός κάποιων κριτηρίων που θα ικανοποιούνται από το συγκεκριμένο πρόβλημα. Για την επίλυση αυτού του προβλήματος διαχείρισης θα πρέπει να είναι δυνατή η πρόβλεψη της απάντησης του συστήματος σε κάθε προτεινόμενη επιχειρησιακή πολιτική.
Ειδικότερα σε ένα σύστημα υδατικών πόρων θα πρέπει να μπορούν να προβλέπονται οι πιεζομετρικές στάθμες του υπόγειου νερού, η περιεκτικότητά του σε ρύπους ή άλατα, οι παροχές άντλησης ή επαναπλήρωσης κλπ. Με άλλα λόγια θα πρέπει να προβλέπονται όλες οι νέες καταστατικές μεταβλητές που προκύπτουν από την εφαρμογή μιας προηγηθείσας πολιτικής διαχείρισης των υδατικών πόρων της περιοχής.
Η διάκριση σε υπόγεια και επιφανειακά νερά είναι τεχνητή, αμφισβητήσιμη και πάντως όχι σοφή, τουλάχιστον από την άποψη της διαχείρισης των υδατικών πόρων. Για παράδειγμα, μια πηγή που συνιστά μια αιτία ροής επιφανειακού νερού, μπορεί να εξαφανιστεί μετά από άντληση του υδροφορέα από τον οποίο τροφοδοτείται. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στις περιπτώσεις ενός ποταμού ή μιας λίμνης, όταν βρίσκονται σε υδραυλική επαφή με κάποιον υδροφορέα.
Με βάση τις παραπάνω εισαγωγικές έννοιες της Κυβερνητικής Επιστήμης, για να ασκήσει και να εφαρμόσει μια πολιτική για τη διαχείριση των υδατικών πόρων, ο επικεφαλής Υπουργός, Περιφερειάρχης, Νομάρχης ή Δήμαρχος θα πρέπει να αναλάβει γνώση όλων των επιμέρους υποσυστημάτων που επιγραμματικά καθορίζουν οι καταστατικές μεταβλητές. Σε αυτές ανήκουν η έκταση και το είδος του αναγλύφου της περιοχής μελέτης, η επιφανειακή κατάσταση από άποψη δασοκάλυψης και γεωργικών καλλιεργειών, οι γεωλογικές ενότητες που την απαρτίζουν και ο αριθμός και το είδος των υδροφορέων.
Εκτός από τις παραπάνω στατικές, κατά κύριο λόγο, καταστατικές μεταβλητές, υπάρχουν και οι μεταβαλλόμενες στο χώρο και στο χρόνο καταστατικές μεταβλητές, όπως είναι οι βροχοπτώσεις, οι επιφανειακές απορροές των επιμέρους χειμάρρων, η δημιουργία πλημμυρών, η φυσική επαναπλήρωση των διαφόρων υδροφορέων, η εμφάνιση πηγών στην περιοχή, η υπάρχουσα σημειακή ή μη ρύπανση των επιφανειακών και υπόγειων νερών, η οποία αποδίδεται στο ίδιο το σύστημα ή στη γειτνίαση του με τη θάλασσα. Στηριζόμενοι στις τιμές αυτών των καταστατικών μεταβλητών, καταγράφονται οι μεταβλητές αποφάσεων οι οποίες επαναδιαμορφώνουν το σύστημα προς μία επιθυμητή ή αδιάφορη κατάσταση, η οποία θα οδηγήσει στον επιθυμητό στόχο ή αποτέλεσμα. Τέτοιες μεταβλητές αποφάσεων είναι η κατασκευή φραγμάτων και ταμιευτήρων, η διάνοιξη υδρογεωτρήσεων και υπόγειων στοών και η απόθεση λυμάτων ή απορριμμάτων στην περιοχή ενδιαφέροντος. Όλα αυτά ανήκουν στην ομάδα των χωρικών μεταβλητών αποφάσεων. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και οι μεταβλητές αποφάσεων οι οποίες εξαρτώνται από τον χρόνο. Τέτοιες μεταβλητές είναι η παροχή απόληψης και η επαναπλήρωση των υπόγειων υδροφορέων από έναν ταμιευτήρα, οι παροχές και η διάρκεια άντλησης ή επαναπλήρωσης κάθε υδρογεώτρησης και κάθε υδροφορέα, η επίδραση της υπόγειας στοάς στην κίνηση των υπόγειων νερών καθώς και η επίδραση της διάθεσης των λυμάτων ή των απορριμμάτων στην ποιότητα των επιφανειακών και των υπόγειων νερών.
Όλα τα παραπάνω φαινόμενα μπορούν να περιγραφούν από μερικές διαφορικές εξισώσεις στο χωρο-χρόνο. Για τη μαθηματική προσέγγιση κάθε φυσικού προβλήματος είναι απαραίτητο να καθοριστούν επιπρόσθετα οι αρχικές και οι οριακές συνθήκες κάθε ενός από τα παραπάνω προβλήματα. Είναι σημαντικό εδώ να υπογραμμιστεί ότι η κίνηση του υπόγειου νερού περιγράφεται από μη ομογενείς μερικές διαφορικές εξισώσεις παραβολικού τύπου, ενώ η μεταφορά των ρύπων, που περιλαμβάνει την κίνηση και τη διασπορά, μαζί με τη διάχυσή τους, περιγράφεται από μη ομογενείς μερικές διαφορικές εξισώσεις μεικτού υπερβολικού-παραβολικού τύπου. Όλα αυτά αποτελούν βασική γνώση για να μπορέσει να λυθεί ένα πρόβλημα με την εφαρμογή του αντίστοιχου μαθηματικού μοντέλου, καθώς οι όροι που περιέχουν οι διαφορικές εξισώσεις μπορούν να διαφέρουν από πρόβλημα σε πρόβλημα. Θεωρείται προφανές ότι τα αποτελέσματα που θα ληφθούν από τη λύση όλων των προβλημάτων κίνησης και ρύπανσης των νερών ενός συστήματος θα πρέπει να ενέχουν την έννοια της αειφορίας με ιδιαίτερο σεβασμό προς το περιβάλλον. Με άλλα λόγια θα πρέπει να διασφαλίζεται τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα των απαιτούμενων υδατικών πόρων της ευρύτερης περιοχής. Αν η ποσότητα είναι μεγαλύτερη σημαίνει ότι δεν διασφαλίζεται η οικολογική λειτουργία του προϋπάρχοντος συστήματος και ως εκ τούτου δεν ισχύει η αρχή της αειφορίας του συστήματος.
Για όλους τους παραπάνω λόγους αντιδράσαμε στην υπερδιαστασιολογημένη λύση του φράγματος Γοματίου, κάτι που η ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ στις προκαταρκτικές μελέτες έλαβε υπόψη της. Δυστυχώς όμως παρά τις έντονες ενστάσεις μας, αλλά και των φορέων της περιοχής, δεν έλαβε υπόψη της η πλειοψηφία των Νομαρχιακών Συμβούλων, ψηφίζοντας για την έγκριση της ΜΠΕ των μελετητών, χωρίς την επιβολή ούτε ενός περιβαλλοντικού όρου που τους προτείναμε. Αυτό βέβαια χωρίς να έχουν την επιστημονική γνώση του αντικειμένου της μελέτης, την οποία ψήφισαν. Ήταν ένα λάθος τους, το οποίο πιστεύουμε ότι, για το συγκεκριμένο έργο, θα διορθωθεί από τη νέα διοίκηση του διευρυμένου Δήμου.
Ακόμη πιο σημαντική είναι η προώθηση της λύσης της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων στις Σκουριές της Μεγάλης Παναγιάς. Οι επιπτώσεις των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στην περιοχή θα είναι ιδιαίτερα μεγάλες. Για το λόγο αυτό θα πρέπει η επιχειρησιακή πολιτική να έχει μελετήσει όλες τις επιμέρους συνιστώσες των καταστατικών μεταβλητών αποφάσεων και να δει αν υπάρχουν δυνατότητες για την εύρεση του βέλτιστου συνόλου αποφάσεων, που θα διασφαλίζει την αειφορία στο σύστημα, δηλαδή θα διασφαλίζει τις απαιτούμενες ποσότητες και ποιότητα των υδατικών πόρων για τη λειτουργία του συστήματος. Η όποια απόφαση δεν θα πρέπει να στηρίζεται στο ένστικτο και στην αόριστη θέληση της όποιας πολιτικής ηγεσίας. Άλλωστε οι Έλληνες πληρώνουν τις παραλείψεις ή τις επιλογές αυτές και ειδικά τώρα με την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας, εξαιτίας και των λαθών των πολιτικών μας, οι οποίοι αδιαφορούσαν στις όποιες άλλες φωνές, θεωρώντας τες γραφικές πολλές φορές.
Όπως είναι γνωστό, τα εδάφη-πετρώματα της περιοχής Πιάβιτσας-Σκουριών έχουν πολύ υψηλό γεωχημικό υπόβαθρο λόγω της θειούχου μεταλλοφορίας. Το αρσενικό, το κάδμιο, το χρώμιο, το νικέλιο, το αντιμόνιο και ο ψευδάργυρος περνούν τα όρια συγκεντρώσεων μέτριας-υψηλής επικινδυνότητας. Οι συγκεντρώσεις αρσενικού και καδμίου στο σύνολο της περιοχής βρίσκονται εκτός ορίων. Κατά τη μεταλλευτική δραστηριότητα τα εδάφη αυτά θα αποκαλυφθούν και θα εκτεθούν τόσο στο ανοιχτό όρυγμα εξόρυξης όσο και στις περιοχές των επιφανειακών αποθέσεων των ορυχείων. Η έκθεσή τους στις κλιματικές συνθήκες και κυρίως στο νερό της βροχής θα έχει ως αποτέλεσμα, τα νερά που θα συλλέγονται εντός του εργοταξίου, τα νερά που θα διηθούνται μέσω των αποθέσεων και τα νερά που θα οδηγούνται εντός των στοών να είναι αρκετά επιβαρυμένα. Η οποιαδήποτε εκροή τέτοιων υδάτων σε φυσικό υδατόρευμα ή η ανεξέλεγκτη διήθηση προς τα υπόγεια νερά θα οδηγήσει σε ακύρωση κοντινών υδρο-γεωτρήσεων, όπως οι γεωτρήσεις της Μεγάλης Παναγιάς, και σε ρύπανση παρακείμενων ρεμάτων, λόγω των όξινων απορροών και της διαλυτοποίησης των βαρέων μετάλλων των πετρωμάτων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην υπολεκάνη του Ασπρόλακκα, όπου τα ρέματα που καταλήγουν ανατολικά στα πεδινά πιθανόν να επηρεάσουν την παράκτια υδροφορία και την ποιότητα του νερού των ακτών. Αξίζει να σημειωθεί ότι αν υπάρξει “ελεγχόμενη” εκροή ή εκροή από ατύχημα προς τα νότιο-δυτικά, εντός της υπολεκάνης του Χαβρία, στην οποία σχεδιάζεται η κατασκευή φράγματος και η δημιουργία ταμιευτήρα, κυρίως για ύδρευση αλλά και για άρδευση, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να ακυρωθεί το υδατικό απόθεμα του φράγματος, λόγω εισροής βαρέων μετάλλων με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, στην κύρια μελέτη θα έπρεπε να δίνεται ειδική βαρύτητα στο θέμα των υγρών αποβλήτων. Στη μελέτη ενώ τα αέρια και τα στερεά απόβλητα αναλύονται εκτενώς, τα υγρά απόβλητα θεωρούνται μηδαμινής σημασίας.
Επίσης, αναφέρεται ότι μετά το πέρας της εξόρυξης και την αποκατάσταση του ορύγματος του ορυχείου στην αρχική του κατάσταση, θα επανέλθει και η στάθμη των υπόγειων νερών στην αρχική του θέση. Τη θέση όμως της συμπαγούς μάζας του κοιτάσματος και των φυσικών υπόγειων υδατορευμάτων θα την καταλάβει μία μάζα μικτού εδάφους, με κονιάματα και στερεά απόβλητα της δραστηριότητας του λατομείου. Το νερό επαναπλήρωσης στη θέση του λατομείου, θα αποτελέσει μια τεράστια μάζα όξινων υδάτων εμπλουτισμένων με βαρέα μέταλλα και μια εν δυνάμει ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να σκάσει προς τις περιοχές εκροής της. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι μελετητές της ΜΠΕ έκριναν ότι τα συστήματα υπόγειων και επιφανειακών υδάτων θα επηρεαστούν μεν αλλά κατά την αποκατάσταση όλα θα γίνουν όπως πριν.
Όσον αφορά τις επιπτώσεις στην στάθμη των υπόγειων νερών κατά τη διάρκεια της μεταλλευτικής δραστηριότητας, οι μελετητές δίνουν μία πτώση της τάξης των 20-40 m, για γεωτρήσεις αποστράγγισης σε βάθος μέχρι και 790 m, η οποία προφανώς υπολογίστηκε με βάση τα σενάρια μαθηματικού μοντέλου που εφαρμόστηκε για τις ανάγκες της μελέτης. Στο μοντέλο ο υδροφορέας μελετάται ως ενιαίος, σε μια περιοχή της τάξης εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων που συνδυάζει ορεινή, ημιορεινή και πεδινή ζώνη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το μοντέλο, το οποίο δεν ισχύει για όλη τη μελετούμενη περιοχή, να υποεκτιμά την πτώση της στάθμης, γιατί αν το μοντέλο έτρεχε για μικρότερη περιοχή μελέτης θα έδειχνε πολύ μεγαλύτερη πτώση των υπόγειων νερών.
Τέλος, στην «Εκτίμηση και Αξιολόγηση Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων» και πιο συγκεκριμένα στους πίνακες αξιολόγησης, υπάρχει η κατηγορία Αναστρεψιμότητα των Επιπτώσεων. Στους πίνακες αυτούς δεν εμφανίζεται πουθενά επιλεγμένος ο όρος «μη αναστρέψιμη» των υπό ανάλυση επιπτώσεων, παρά μόνο στην περίπτωση των επιπτώσεων των δραστηριοτήτων στο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον της περιοχής μελέτης, το οποίο δεν σχετίζεται με το φυσικό περιβάλλον. Η αξιολόγηση είναι τελείως υποκειμενική και καθοδηγούμενη και μπορεί εύκολα να καταρριφτεί.
Με βάση τα παραπάνω θα πρέπει λοιπόν η προώθηση ή μη της ΜΠΕ του έργου των Σκουριών να λάβει υπόψη της τα εξής:
*
Αποστραγγίζεται πλήρως ο ανάντη της Μεγάλης Παναγιάς ευρισκόμενος ορεινός όγκος, ο οποίος εμπεριέχει και την έκταση των Σκουρίων.
*
Οι περιοχές ενδιαφέροντος της εταιρείας επεκτείνονται και σε άλλες υδρολογικές υπολεκάνες, οι οποίες βρίσκονται στην ευρύτερη λεκάνη του Χαβρία και όχι μόνο, και οι οποίες θα υποστούν ανάλογες επιπτώσεις.
*
Η Μεγάλη Παναγιά θα στερηθεί όλων των πηγών νερού, τις οποίες τόσο μεγάλη ανάγκη έχει για την ύδρευσή της και όχι μόνο.
*
Μέρος του δάσους του Κάκκαβου θα καταστραφεί καθώς υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παρουσιαστεί το φαινόμενο της όξινης βροχής.
*
Το ίδιο φαινόμενο θα έχει επιπτώσεις τόσο στη γεωργική όσο και στην κτηνοτροφική και μελισσοκομική παραγωγή της περιοχής.
*
Θα επέλθει υποβάθμιση της ποιότητας τόσο των επιφανειακών όσο και των υπόγειων νερών των λεκανών του Χαβρία και του Ασπρόλακκα.
*
Η Ιερισσός και το Στρατώνι θα στερηθούν μεγάλο μέρος των καθαρών νερών της λεκάνης του Ασπρόλακκα, τα οποία χρησιμοποιούν για την ύδρευση τους και των οποίων τα πλεονάσματα βελτιώνουν την ήδη επιβαρυμένη ποιότητα των επιφανειακών και υπόγειων νερών του.
*
Το μαθηματικό μοντέλο προσομοίωσης της κίνησης των υπόγειων νερών (MODFLOW) που εφαρμόστηκε στην ευρύτερη λεκάνη του Ασπρόλακκα, δεν περιγράφει με ακρίβεια το πρόβλημα στην ορεινή ζώνη του Κάκκαβου.
Θα πρέπει να εφαρμοστεί και ένα μαθηματικό μοντέλο προσομοίωσης της ρύπανσης των επιφανειακών και των υπόγειων νερών στην ευρύτερη περιοχή του Ασπρόλακκα και του Χαβρία, εξετάζοντας και την περίπτωση μιας αστοχίας της επέμβασης.
*
Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παρουσιαστούν ιδιαίτερα προβλήματα που αφορούν την ποιότητα των νερών των ταμιευτήρων του Χαβρία στην Ορμύλια και του Πετρένια στο Γομάτι, των οποίων η υλοποίηση προβλέπεται στο άμεσο μέλλον.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου