«Δεν έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή η κοινωνία μας από στείρο και τυφλό μίσος. Έχει ανάγκη από ανθρώπους που μέσα από συλλογικότητες θα μπορέσουν να προσφέρουν» ο συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής Αλκίνοος Ιωαννίδης, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή την Πατρίδα*, συμμετέχοντας στον δημόσιο διάλογο του tvxs.
Κρ.Π.: Πώς έχεις βιώσει την σημερινή ελληνική κρίση; Πώς την έχεις αντιληφθεί, δηλαδή, με τη δική σου ματιά;
Π.: Πώς έχεις βιώσει την σημερινή ελληνική κρίση; Πώς την έχεις αντιληφθεί, δηλαδή, με τη δική σου ματιά;
Αλκ.Ι.: Βιώνουμε αυτή την κρίση εδώ και πολλά χρόνια. Σίγουρα υπάρχουν νέα δεδομένα, αλλά δεν είναι κεραυνός εν αιθρία.
Είναι αποτέλεσμα χρόνιων ασθενειών. Βιώναμε τα συμπτώματά τους, κάποια τα συνηθίσαμε, για κάποια γκρινιάζαμε που και που, καμιά φορά κάναμε κάτι γι’ αυτά, καμιά φορά όχι… Ζήσαμε, και καλά ανύποπτοι, την πολυετή προετοιμασία της σημερινής κατάληξης. Δεν προέκυψε ξαφνικά.
Δεν αισθάνομαι, δηλαδή, ότι ζούσα σε μία υγιή χώρα, η οποία ξαφνικά αρρώστησε. Ίσα ίσα.
Δεχτήκαμε τόσα πράγματα όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία δεν μας άγγιζαν, ίσως, ή –έστω- νομίζαμε ότι δεν μας άγγιζαν προσωπικά. Επιτρέπαμε, για παράδειγμα, στις πόλεις μας, να μην είναι φιλικές προς τα άτομα με αναπηρία, ή επιτρέπαμε στους εαυτούς μας και στους φίλους μας να ζουν χωρίς να νοιάζονται ουσιαστικά και έμπρακτα για τον διπλανό. Δεχόμαστε όλοι, δεκατρία χρόνια μετά τον σεισμό του ’99, τα ορφανά παιδιά του Χατζηκυριάκειου να ζουν σε κοντέινερ, αφού οι ζημιές στο κτήριο δεν έχουν ακόμη επισκευαστεί. Μα, ποιο μέλλον αξίζει σε μια κοινωνία που έχει τα ορφανά παιδιά της σε κοντέινερ;
Δεν ήταν καλά τα χρόνια που πέρασαν, κι ας μιλούν κάποιοι για τις «καλές εποχές». Ακόμα κι αν για κάποιους ήταν καλές όμως, δεν προετοιμαστήκαμε ούτε πνευματικά, ούτε πρακτικά, για τους δύσκολους καιρούς, που πάντοτε μπορούν να προκύψουν.
Υπήρχε φτώχεια γύρω και μέσα μας, από την οποία είχαμε πάψει να συγκινούμαστε. Όσοι δεν ήμασταν φτωχοί, όσοι καλύπταμε κουτσά-στραβά τις πραγματικές ή υπερβολικές μας ανάγκες, δεν δίναμε δεκάρα για τον διπλανό.
Με άλλα λόγια, δεν ένιωσα ποτέ πως ζω σε μια χώρα που υπόσχεται κάτι καλό. Νομίζω ότι πολλοί αναμέναμε ότι θα έρχονταν εποχές, όπου θα μας σκέπαζε το πέπλο αυτής της σημερινής μιζέριας. Και είναι κρίμα να κινητοποιούμαστε – όσο κινητοποιούμαστε, έστω αυτό το λίγο - μόνο αφότου έχει αγγίξει αυτή η υπόθεση το πορτοφόλι μας.
Κρ.Π.: Οι βασικότερες αιτίες που μας έφεραν στην σημερινή κατάσταση, ποιές είναι νομίζεις;
Αλκ.Ι.: Είναι πολύ σύνθετο το θέμα και ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσει σε αυτό, αλλά νομίζω ότι αφεθήκαμε, ζήσαμε μέσα στην ηλιθιότητα για δεκαετίες, ξεχάσαμε τι είναι σημαντικό και τι όχι, κι αυτό είναι αρκετό.
Υπάρχουν σίγουρα και άλλοι παράγοντες, εξωγενείς, όπως σίγουρα υπάρχουν «καρχαρίες» έτοιμοι να καταπιούν ότι ευάλωτο βρουν στο δρόμο τους, αλλά το ίδιο σίγουρα, υπάρχει και μια ευθύνη στη μεριά του θύματος.
Κρ.Π.: Υπάρχει ευθύνη, πιστεύεις, στη μεριά του θύματος;
Αλκ.Ι.: Βέβαια υπάρχει ευθύνη. Κατ’ αρχήν, ευθύνη υπάρχει στο ότι ανεχτήκαμε αυτού του είδους την πολιτική τόσα χρόνια.
Δηλαδή, αν είμαστε άβουλα όντα, τα οποία δεν έχουν καμία δύναμη και δεν μπορούν να καθορίσουν στο παραμικρό τις εξελίξεις, τότε ας το πάρουμε απόφαση κι ας ζήσουμε σαν δούλοι. Αλλά, αν δεν το δεχόμαστε αυτό, τότε σίγουρα έχουμε ευθύνη για όσα έχουν συμβεί.
Κρ.Π.: Με λίγα λόγια, δηλαδή, ο κάθε πολίτης δεν είναι μόνο για να πηγαίνει να ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια;
Αλκ.Ι.: Ξέρεις, αυτό δεν είναι δημοκρατία, ακριβώς… Δημοκρατία είναι το να συμμετέχεις στα κοινά, κι αυτό να είναι μια σταθερή και αδιαπραγμάτευτη λειτουργία της ζωής.
Να μπορείς να αυτό-οργανώνεσαι, να συμμετέχεις σε δράσεις, να έχεις ιδέες οι οποίες να μπορούν να εφαρμόζονται μέσα από μια διαδικασία συλλογική, να μπορείς να δεχτείς τη διαφορετικότητα του άλλου και να την αξιοποιήσεις, να καταφέρεις να συνεργαστείς με αυτόν που έχει άλλη άποψη από τη δική σου, να συνεννοηθείς με τον φίλο, με τον γείτονά σου, με τη γυναίκα σου, με τα παιδιά σου.
Στο τέλος να μπορείς να συνεννοηθείς με τον εαυτό σου… Κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο στις εποχές που ζούμε. Όλα αυτά είναι δημοκρατία. Δεν είναι η μεγάλη «χάρη» που μας κάνουν, να ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια.
Κρ.Π.: Και ίσως το θεωρούν και κάποιοι, τρομερό γεγονός, το ότι ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια;
Αλκ.Ι.: Η αλήθεια είναι ότι μοιάζει να νομίζουν ότι μας κάνουν πολύ μεγάλη χάρη, να μας παραχωρούν αυτό το προνόμιο. Το οποίο, όμως, στις εποχές που ζούμε, ακόμα και αυτό, υπάρχουν άνθρωποι που το αμφισβητούν.
Κρ.Π.: Δηλαδή;
Αλκ.Ι.: Θέλω να πω, ότι υπάρχουν αρκετοί που λένε «Α, ρε, Παπαδόπουλε!», ή «μια χούντα μας χρειάζεται», ως απάντηση στην σαπίλα που έφερε το… άλλο σύστημα, το δημοκρατικό.
Κρ.Π.: Ποιό θεωρείς το σημαντικότερο πρόβλημα, σήμερα, στην Ελλάδα;
Αλκ.Ι.: Η έλλειψη πολιτισμού. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Διότι, ακόμα και αν μας ρουφήξουν το αίμα, αν υπάρχει κάποια ελπίδα, μέσα σε όλη αυτή την ιστορία, δεν έρχεται ούτε από την πολιτική, ούτε από τους οικονομολόγους, ούτε από τους τραπεζίτες.
Αντίθετα, έρχεται από το επίπεδο του πολιτισμού των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτόν τον τόπο. Γιατί, ακόμα και αν πάμε οικονομικά καλύτερα, για λόγους που δεν μπορώ να φανταστώ, τι νόημα θα έχει, αν παραμείνουμε πνευματικά στο επίπεδο των εποχών που μας έφεραν ως εδώ;
Κοιτούσαμε, χρόνια, υποτιμητικά τους ανατολικο-ευρωπαίους «υπηρέτες», κι ας ήξεραν εκατό ποιήματα επ’ έξω, κι ας είχαμε εμείς να διαβάσουμε ποίημα από το σχολείο.
Αυτό το πνευματικό επίπεδο, που μεταφράζεται σε ποιότητα σκέψης, πράξης και ζωής, που καθορίζει την ηθική και την αισθητική, που γίνεται πολιτικό με την πιο καθαρή έννοια της λέξης, κατάφεραν οι υπεύθυνοι, εδώ και δεκαετίες, να το κατεβάσουν πάρα πολύ. Και όταν λέω «υπεύθυνοι», δεν εννοώ μόνο τους Υπουργούς Παιδείας.
Εννοώ και εμάς τους καλλιτέχνες, και αυτούς που ονομάζουμε «πνευματικούς ανθρώπους» και τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις και τα περιοδικά. Εννοώ, όλους τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι ασχολούνται με αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμό», είτε κάνουμε πράγματι πολισμό είτε νομίζουμε ότι κάνουμε. Και, μαζί, φταίει και η πλειοψηφία του «κοινού». Όλοι, έχουμε την ευθύνη μας σ’ αυτό.
Κρ.Π.: Έλλειψη πολιτισμού δεν είναι το ότι η πλειοψηφία ενδιαφερόταν τόσα χρόνια κυρίως για το προσωπικό τους συμφέρον;
Αλκ.Ι.: Μα, νομίζουμε πως το προσωπικό μας συμφέρον είναι να περνάμε καλύτερα από τον γείτονα.
Το γεγονός ότι δεν μας απασχολεί ο άνθρωπος που πεινά δίπλα μας, και μας απασχολεί η πείνα μόνον όταν φτάσουμε να πεινάμε οι ίδιοι, ή το γεγονός ότι ανεχόμαστε ένα κράτος-δολοφόνο, που αφήνει τη γιαγιά να πεθάνει αβοήθητη, ενώ πλήρωνε τόσα χρόνια τους φόρους και την ασφάλειά της, ή το γεγονός που ανέφερα πριν, δηλαδή τα άτομα με αναπηρία, που δεν μπορούν να πάνε ούτε για έναν καφέ, πόσο μάλλον να εργαστούν.
Πηγαίνω στο εξωτερικό πολύ συχνά, είτε στην Ευρώπη, είτε στην Αμερική, και παρατηρώ άτομα σε καροτσάκι να κυκλοφορούν στο δρόμο, και καμιά φορά ξεχνιέμαι και λέω «Τί έγινε; Έπαθαν όλοι ατύχημα, εδώ;». Και μετά θυμάμαι ότι απλά, εκεί μπορούν να κυκλοφορήσουν…
Κρ.Π.: Δεν είναι δηλαδή περιθωριοποιημένοι, είναι μία μειοψηφία, που όμως έχει τα ίδια δικαιώματα με όλους…
Αλκ.Ι.: Είδες; Φτάσαμε να συζητάμε τα αυτονόητα: Το αν έχουν οι μειοψηφίες το δικαίωμα στη ζωή! Και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης, των τελευταίων δύο ετών. Αυτό συνέβαινε και πριν από δέκα χρόνια.
Κρ.Π.: Ίσως πολύ νωρίτερα; Για παράδειγμα, από τον εμφύλιο και μετά, που ο περισσότερος κόσμος άρχισε να… ιδιωτεύει με έμφαση στο προσωπικό συμφέρον, και να δείχνει με το δάχτυλο (και όχι μόνον) ως κακό παράδειγμα τους παντός είδους αντιρρησίες και αγωνιστές;
Αλκ.Ι.: Δεν θέλω να αναφέρομαι καν στον εμφύλιο πια, ειδικά σε αυτή την περίοδο και σε αυτή την κατάσταση που ζούμε τον τελευταίο καιρό. Είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά. Υπάρχουν τόσα άλλα παραδείγματα που μπορείς να πεις...
Νιώθω ότι θα πρέπει να υπάρχει μία σύνεση στο πώς αναφερόμαστε σε τέτοια θέματα, πώς τα χρησιμοποιούμε αυτή τη στιγμή. Και μια προσοχή, στο πώς εκμεταλλεύονται τέτοιες κουβέντες κάποιοι πολεμοχαρείς. Δεν το λέω από μετριοπάθεια. Κάθε άλλο.
Κρ.Π.: Το λες και ως ένας άνθρωπος του πολιτισμού, επώνυμος, με μεγαλύτερη ευθύνη;
Αλκ.Ι.: Όχι. Το λέω γιατί νοιάζομαι για τον τόπο μου. Νοιάζομαι για τους ανθρώπους μου. Για τα παιδιά μου, που μεγαλώνουν εδώ. Γι αυτό το λέω. Είναι εγωιστικό, προκειμένου να υποστηρίξουμε μια άποψή μας, να μπαίνουμε σε θέματα τα οποία ανάβουν φιτίλια σε εποχές που δεν τα αντέχουν.
Κρ.Π.: Και πώς πιστεύεις ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή κατάσταση; Πιστεύεις π.χ. ότι είμαστε εκτός ελέγχου;
Αλκ.Ι.: Πιστεύω ότι έχουμε να ζήσουμε πολύ χειρότερα πράγματα. Είμαστε στην αρχή…
Δεν θεωρώ, δηλαδή, ότι μαγικά, π.χ. σε δύο χρόνια, όλα θα γίνουν καλύτερα, κι ότι ο κάθε άνθρωπος που σήμερα έχει οργή και βία μέσα του και είναι έτοιμος να την διοχετεύσει οπουδήποτε, ή να μισήσει οτιδήποτε του λένε πως αξίζει να μισηθεί, σε δύο χρόνια θα είναι ένας δημιουργικός άνθρωπος, που θα προχωράει πνευματικά και θα αναπτύσσεται.
Δεν νομίζω, δηλαδή, ότι η ανάκαμψη θα έρθει τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα. Δυστυχώς.
Κρ.Π.: Και τί νομίζεις ότι θα έπρεπε να κάνουμε;
Αλκ.Ι.: Εδώ και χρόνια πίστευα ότι ζούσαμε σε μια εποχή που δεν ευνοούσε την συλλογικότητα.
Οι περισσότερες συλλογικότητες που είδα και που έζησα, μέσα στο μπερδεμένο, διασπασμένο, απρόσωπο, μεταπολιτευτικό τοπίο, παρά τις προσπάθειες και τις θυσίες πολλών, ήταν προβληματικές, ή αναποτελεσματικές, και άρα, χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.
Είχα λάθος, γιατί σήμερα υπάρχει μια προεργασία πολύτιμη. Πίστευα όμως, ότι η εποχή ήταν περισσότερο κατάλληλη για να μπορέσει ο καθένας να αναπτυχθεί προσωπικά, να μπορέσει ο καθένας να προχωρήσει σαν άνθρωπος, μέσα από μια προσωπική και ανένταχτη –όχι μόνο κομματικά- πορεία.
Τώρα βλέπω διάφορες συλλογικότητες να αρχίζουν να ανθούν γύρω, και αυτό με χαροποιεί. Και το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο το έργο που παράγουν, π.χ. το αν θα φάνε φαγητό κάποιοι άστεγοι, ή αν θα πάρουν τα φάρμακά τους κάποιοι άνθρωποι που τα έχουν ανάγκη, ή αν θα υποστηριχθούν κάποιοι διωγμένοι από την κοινωνία, το οποίο είναι από μόνο του σπουδαίο. Αλλά είναι και το γεγονός, ότι διαμορφώνει τρόπο σκέψης και λειτουργίας, και χαρίζει την εμπειρία της έμπρακτης και δημιουργικής ένταξης στο σύνολο. Και αυτό είναι κάτι ανεκτίμητο.
Δεν μιλώ για την «φιλανθρωπία». Μου είναι φρικτή σαν έννοια, αυτή η –συχνά δημόσια- εκ του ασφαλούς «προσφορά» μέρους του υπερ-περισσεύματος, για λόγους συνήθως αυτάρεσκους ή ύποπτους. Άσε που η ίδια η λέξη μπάζει νερό. Γιατί, για να είναι κανείς φιλόζωος, πρέπει ο ίδιος να μην είναι ζώο. Για να είναι φιλέλληνας, να μην είναι Έλληνας.
Δεν υπάρχει «φιλόζωο ζώο», ούτε «φιλέλληνας Έλληνας». Έτσι, ούτε και «φιλάνθρωπος άνθρωπος». Οι φιλάνθρωποι, θέτουν εαυτούς εκτός του συνόλου των ανθρώπων. Γίνονται υπεράνω του ανθρώπου, κάτι σαν ημίθεοι. Το θέμα είναι να είσαι Άνθρωπος, όχι φιλάνθρωπος.
Μόνος του, ο κάθε ένας μας είναι τρελός και ελλιπής, και συνήθως ανίκανος, κι ας έχει τη μαγεία του ο μοναχικός δρόμος. Αλλά, μέσα από τη συλλογική δράση, κερδίζει το άτομο και μαζί όλη η κοινωνία. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη στον καθένα μας σήμερα, να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος του, ότι λειτουργεί, παραμένοντας ελεύθερος, στα πλαίσια μιας συλλογικότητας, μιας ομάδας.
Αυτό λειτουργεί και ανάποδα: νέα παιδιά εντάσσονται σε ομάδες που το μόνο που τους ενώνει είναι το μίσος προς κάποιους άλλους. Κι αυτό είναι μια ένταξη, μια συντροφικότητα. Δεν είναι όμως μια δημιουργική διαδικασία, δεν λύνει προβλήματα, δημιουργεί καινούργια.
Δεν έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή η κοινωνία μας από στείρο και τυφλό μίσος. Έχει ανάγκη από ανθρώπους που μέσα από συλλογικότητες θα μπορέσουν να προσφέρουν.
Κρ.Π.: Και αυτό είναι και η δημοκρατία; Δηλαδή, μία οργανωμένη συλλογικότητα. Τουλάχιστον αυτό θα έπρεπε να είναι…
Αλκ.Ι.: Ναι. Το βιώσαμε τραυματικά, γιατί οι συλλογικότητες που «έδρασαν» μαζικά στην κοινωνία μας για χρόνια, ήταν κυρίως τα πολιτικά κόμματα και οι ποδοσφαιρικές ομάδες.
Κρ.Π.: Και αυτές είναι κάθετες συλλογικότητες. Ενώ τώρα βλέπουμε ότι δημιουργούνται περισσότερο οριζόντιες συλλογικότητες.
Αλκ.Ι.: Ναι, αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον έχει και η ανάγκη μας να βρεί ο καθένας τη συντροφιά του. Να συνενωθεί και να συνεννοηθεί. Αρκετά ζήσαμε σπασμένοι σε κόμματα και κομματάκια.
Κρ.Π.: Για όλους αυτούς που είναι χωρίς δουλειά, χωρίς, τίποτα… τί έχεις να πεις;
Αλκ.Ι.: Τι να πω; Όσοι ζούμε με κάποια άνεση, είτε κλέψαμε είτε όχι, οφείλουμε μια απολογία σε όσους, το ίδιο σύστημα που εμάς μας άφησε να επιβιώσουμε, αυτούς τους εκμεταλλεύτηκε και τους εκμηδένισε. Όχι με τις ανόητες, δακρύβρεχτες ενοχές του χορτάτου, αλλά με την επίγνωση πως θα μπορούσε να ήμασταν εμείς στη θέση τους.
Δεν έχω να δώσω καμιά συμβουλή, ούτε κουράγιο να πω, ούτε με τα λόγια μπορεί να βοηθήσει κάποιος σε αυτή την ιστορία. Χρειάζονται πράξεις, στην καθημερινή ζωή του καθενός μας, και μόνο έτσι μπορείς να σταθείς δίπλα στους συνανθρώπους σου. Και δεν μιλώ για εντυπωσιακές πράξεις, που να αξίζουν προβολής, αλλά τον συγκεκριμένο, συνειδητό τρόπο που στέκεται ο καθένας μας απέναντι στον κάθε συνάνθρωπο και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα.
Κρ.Π.: Ο Μπέκετ είχε πει, πως όταν είμαστε μέχρι το λαιμό μες στα σκατά, δε μας μένει τίποτ’ άλλο, παρά να τραγουδήσουμε… Ποιό τραγούδι θα έλεγες σε αυτή την περίπτωση;
Αλκ.Ι.: Δεν μου αρέσουν τα οργισμένα τραγούδια. Δεν πιστεύω ότι εξυπηρετούν, στο τέλος, τίποτα. Με το πολιτικό τραγούδι, έτσι όπως το εννοούμε συνήθως, είμαι τσακωμένος γενικώς. Θεωρώ πως ούτε το τραγούδι υπηρετεί, τελικά, ούτε την πολιτική.
Και επειδή βλέπω ό,τι υπάρχει μεγάλη ανάγκη έκφρασης, σήμερα, αυτή η έκφραση δεν θα έρθει ουρλιάζοντας συνθήματα μέσα από τα τραγούδια. Θεωρώ μεγάλο επαναστάτη, για παράδειγμα, τον Χατζιδάκι. Κι ας λένε πως ήταν δεξιός, δεν πα’ νάταν ότι ήθελε; Δε με ενδιαφέρει καθόλου. Το γεγονός ότι έδωσε τόση ομορφιά στον κόσμο, έδωσε πρόσωπο και σχήμα σε εποχές άσχημες και μας βοήθησε να γίνουμε καλύτεροι, είναι η πιο επαναστατική πράξη που μπορεί να κάνει κανείς.
Δεν χρειαζόταν να γράψει εμφανώς «πολιτικά» τραγούδια. Όπως και ο Γκάτσος, με τον οποίο κυρίως συνεργάστηκε. Αν καθίσεις να διαβάσεις τους στίχους του θα δεις έναν πολύ ευαισθητοποιημένο, γύρω από τα κοινωνικά θέματα, άνθρωπο.
Υπήρξαν κάποιοι που δεν εκμεταλλεύτηκαν ποτέ τα πιστεύω τους μέσα από το έργο τους. Από την άλλη βέβαια, δεν πλήρωσαν και το τίμημα, όπως κάποιοι φανερά στρατευμένοι. Όμως, νοιάστηκαν βαθιά την τέχνη τους και τον άνθρωπο. Τα υπηρέτησαν και τα δύο, κάνοντας πάρα πολύ καλά τη δουλειά τους. Κι αυτό, νομίζω, είναι αρκετό.
Κρ.Π.: Όμως, ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούσει τη θέση που έχει κάποιος που εκτιμά. Είναι σημαντικό να μιλάτε. Έστω και για να πείτε ακριβώς αυτό. Επίσης, με την ευκαιρία που αναφέρθηκες στην ανάγκη για έκφραση, δεν είναι σημαντική σε αυτή την περίοδο και η δημιουργικότητα;
Αλκ.Ι.: Μα ναι! Δεν γίνεται αλλιώς. Δηλαδή, αν παραμείνουμε καταναλωτές, έτοιμοι να καταπιούμε σαν έτοιμη τροφή αυτό που δημιουργούν οι άλλοι για μάς, δεν βλέπω κανένα μέλλον.
Το θέμα είναι να μπορέσει σιγά σιγά ο καθένας να δημιουργήσει τα δικά του πράγματα, με αφοσίωση και αγάπη, για να μπορεί να τα δώσει. Ότι κι αν φτιάχνει. Μπορεί να μεγαλώνει παιδιά, ή να γράφει ποιήματα, ή να είναι αγρότης, ή να μαγειρεύει, ή, ακόμα και να δημιουργεί πράγματα ακόμη πιο σπάνια, όπως μια ωραία ερωτική σχέση…
Κρ.Π.: Μα δεν δημιουργείς όταν κάτι σε εμπνέει; Και ο Χατζιδάκις έδινε έμπνευση… Και το σημαντικότερο είναι να μπορείς να εμπνέεις, όπως συμβαίνει και στις σχέσεις… Πώς και από τι θα εμπνευστούμε, λοιπόν, σήμερα;
Αλκ.Ι.: Πήγα στους Ζαπατίστας, δεν άκουσα ένα οργισμένο τραγούδι, ποτέ. Τα επαναστατικά τραγούδια τους, είναι τραγούδια γεμάτα ομορφιά. Τόση ομορφιά που σε πονά.
Και μετά σκέφτομαι τα επαναστατικά τραγούδια των άλλων επαναστάσεων της Λατινικής Αμερικής, ή του ισπανικού εμφυλίου. Κανείς δεν ουρλιάζει τη μιζέρια του, ούτε βρίζει το σύστημα, ούτε τραγουδάει το μίσος. Τα ακούς και έχεις την ανάγκη να κάνεις τον κόσμο καλύτερο, όχι γιατί απλώς σιχαίνεσαι αυτόν που υπάρχει, αλλά γιατί τον ονειρεύεσαι αλλιώς. Και έτσι πολεμάνε. Όχι με μίσος, αλλά με όνειρο.
Το άλλο μου φαίνεται πολύ μίζερο. Το να παραθέτεις τα κακώς κείμενα της εποχής σ’ ένα τραγούδι, με φωνή βραχνή συνήθως, κουρασμένη από τους «πολλούς αγώνες» και τα τσιγάρα, ή στεντόρια, σε στυλ «εμπρός γενναίοι μου, οπισθοχώρηση»...
Όλοι οι και καλά σκεπτόμενοι σύγχρονοι καλλιτέχνες, δεν αποφεύγουμε αυτήν την παγίδα, αλλά το αποτέλεσμα μάλλον δεν έχει νόημα.
Κρ.Π.: Οπότε προτείνεις να ψάξουμε να βρούμε ή να δημιουργήσουμε, οτιδήποτε μας εμπνέει να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή;
Αλκ.Ι.: Ναι. Αλλά αν δεν ασχοληθείς παράλληλα με τον διπλανό σου και μείνεις αποκλειστικά στο πρόβλημά σου, όπως τόσα χρόνια έμενες στην πάρτη σου, είναι αδύνατον να ζήσεις μια καλύτερη ζωή.
Ασκώ επάγγελμα που προϋποθέτει μεγάλες δόσεις εγωισμού. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθώ να μάθω στα παιδιά μου ότι εάν ο διπλανός σου δεν ζει αξιοπρεπώς, ούτε κι εσύ μπορείς να είσαι αξιοπρεπής. Όταν γύρω σου υπάρχει δυστυχία, όσο κι αν ψήνεσαι πως είσαι ευτυχής, είναι αδύνατον να ζήσεις καλά. Αν ένας πάει στην κόλαση, κανείς δεν πάει στον παράδεισο.
Κρ.Π.: Τι θα έλεγες για το τραγούδι σου «Πατρίδα»;
Αλκ.Ι.: Γράφτηκε το 2008 και κυκλοφόρησε αρχές του 2009, πριν την «κρίση». Αναφέρεται σε εμπειρίες που έζησα ο ίδιος. Δεν παραθέτω ιστορικά στοιχεία που διάβασα κάπου ή που παρακολούθησα στην τηλεόραση. Τις περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες, τις έζησα στην Κύπρο ή εδώ, στην Ελλάδα. Κάποιες άλλες, σε άλλα μέρη.
Είναι περισσότερο υπαρξιακό, παρά πολιτικό τραγούδι. Αναφέρει γεγονότα που καθόρισαν τις αντιλήψεις μου, τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, τις βεβαιότητες, την άγνοια, το μπέρδεμα και την ύπαρξή μου γενικώς.
Κρ.Π.: Η πατρίδα είναι η γη του πατρός…
Αλκ.Ι.: Ακριβώς. Σε πολλές περιπτώσεις, η δική μου γη του πατρός, έγινε γη… του πυρός. Τα περιστατικά που αναφέρω μέσα στους στίχους του, αυτό –μάλλον- δείχνουν.
Λέω για τις μνήμες που έχω από την εισβολή το ’74 στην Κύπρο, από την προδοσία και την επακόλουθη Τουρκική εισβολή. Είχαν συλλάβει οι πραξικοπηματίες τη μητέρα μου, που εργαζόταν ως εκφωνήτρια στο ραδιόφωνο και της έβαζαν το πιστόλι στον κρόταφο για να κάνει τις ανακοινώσεις τους… μέχρι που μπήκαν οι Τούρκοι και η «δουλειά» τους ολοκληρώθηκε.
Στον βομβαρδισμό, είχαμε κρυφτεί κάτω από το τραπέζι, για να μην πέφτουν οι σοβάδες από το ταβάνι πάνω μας, και τρώγαμε με τον αδερφό μου σταφύλι. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές, με πήγε στο παράθυρο ο πατέρας μου να τους δω και για να μην τρομάξω μου έλεγε, «κοίταξε τί ωραίοι που είναι, τι ωραία που πέφτουν…»
Για τους ορφανούς γονείς μου – ο ένας παππούς σκοτώθηκε από τους ναζί, ο άλλος από τους συνεργάτες τους, Βούλγαρους εθνικιστές.
Μετά, άλλα γεγονότα, στον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία, όπου είχαμε φτάσει, μετά από ένα μεγάλο, επικίνδυνο και δύσκολο ταξίδι. Στο Βελιγράδι, το ξενοδοχείο που θα μέναμε ήταν βέβαια άδειο –ποιος θα πήγαινε να μείνει εκεί;- ήταν όμως ένας μπάτλερ στην υποδοχή, ντυμένος με φράκο, ένα εργαζόμενο φάντασμα... Έμεινα να κοιμάμαι ένα βράδυ μέσα στον βομβαρδισμό, δεν ξύπνησα από τις σειρήνες για να κατεβώ στο καταφύγειο, ούτε και οι βόμβες με ξύπνησαν, πάντα κοιμάμαι βαριά...
Την επομένη τραγούδησα στην πλατεία Δημοκρατίας, την κεντρική πλατεία της πόλης, μπροστά σε χιλιάδες χαμογελαστών ανθρώπων, που δεν ήξεραν αν θα ήταν ζωντανοί το επόμενο λεπτό, και ως τελευταία πράξη διάλεγαν να τραγουδήσουν. Την επομένη, είδα τα ανθρώπινα μέλη μέσα σε μπάζα στο Αλέξινατς, λίγες ώρες μετά τον βομβαρδισμό του.
Ή, το «Κ. Μαρούση», το κτήριο στη συμβολή Πανεπιστημίου και Ομόνοιας, όπου το είδα να καίγεται στη διάρκεια μεγάλης διαδήλωσης. Ήταν 10 Ιανουαρίου του 1991, μία μέρα μετά τη δολοφονία του Τεμπονέρα. Πήρε φωτιά το κτήριο, άλλοι λένε από μολότωφ, άλλοι από τα δακρυγόνα που έπεφταν ασταμάτητα. Άδειασε η λεωφόρος, ήρθε η πυροσβεστική, μείναμε λίγα άτομα να κοιτάμε ανήμπορα, αμίλητα.
Ανέβαιναν με σκάλες οι πυροσβέστες στα φλεγόμενα παράθυρα, όπου κρέμονταν άνθρωποι, ενώ οι αστυνομικοί πετούσαν από την Ομόνοια δακρυγόνα στους πυροσβέστες, εμποδίζοντάς τους. Τους περιγελούσαν και τους έβριζαν. Οι κάμερες των καναλιών γυρνούσαν αλλού το φακό. Κάηκαν τέσσερις άνθρωποι. Τους τρεις τους κλαίνε ακόμη οι δικοί τους. Ο τέταρτος δεν αναγνωρίστηκε και παραμένει άγνωστος. Ο άγνωστος Αθώος. Για μένα, ήταν μια καθοριστική στιγμή.
Ή, το «άνοιγμα» πριν από λίγα χρόνια της Πράσινης Γραμμής στην Κύπρο…
Η συγκίνηση κάποιων γερόντων που πήγαιναν μετά από τόσα χρόνια να δουν το σπίτι τους, άλλοι που δεν άντεχαν αυτή τη συγκίνηση και δεν πήγαιναν, και πονούσαν το ίδιο. Άλλοι που πήγαιναν στον τάφο των γονιών τους, για να τον βρουν ρημαγμένο. Και άλλοι, που πήγαιναν επειδή είχε καζίνο, ή επειδή ήταν φθηνότερα τα εστιατόρια, όχι δηλαδή σαν προσκυνητές, αλλά σαν καταναλωτές. Ανθρώπινα είναι όλα, αλλά δεν μπορώ να μην τα καταγράφω.
Κρ.Π.: Πατρίδα τί είναι για σένα;
Αλκ.Ι.: Η νοσταλγία. Αυτό είναι. Δεν υπάρχει κάτι άλλο στο οποίο να επιστρέφω τόσο συχνά. Όχι με τη ρομαντική της έννοια, αλλά με αυτή που σου σκίζει τα σωθικά, που σου φανερώνει ξανά το αληθινό σου πρόσωπο - το πρόσωπο που η ροή της καθημερινότητας σε κάνει να ξεχνάς - πριν σε εκσφενδονίσει πάλι μπροστά.
Ο τόπος, το χώμα του, το φως του και οι άνθρωποι που με καθόρισαν. Η νοσταλγία είναι η πατρίδα μου. Και τα παιδιά μου. Η μνήμη και η υπόσχεση.
Κρ.Π.: Λέγοντας για νοσταλγία, νιώθω ότι η πατρίδα που ήξερα, χάνεται. Μήπως θα ‘πρεπε ήδη, να είχαμε κάνει κάτι σημαντικότερο, με μεγαλύτερη συλλογικότητα; Δηλαδή, για παράδειγμα οι Ισπανοί, έφτιαξαν ένα καταστατικό, συμφώνησαν σε κάποια βασικά αιτήματα και τα διεκδικούν.
Αλκ.Ι.: Εμείς δεν ξέρουμε να είμαστε μαζί. Ενώ και οι Ισπανοί έζησαν έναν εμφύλιο, ίσως και εντονότερο από τον δικό μας, με κάποιον τρόπο καταφέρνουν σε κάποια βασικά πράγματα - ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος της κοινωνίας τους - να συνεννοούνται.
Εμείς ζούμε ο καθένας μέσα στο μικρό του κλουβάκι, που μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους δυο-τρεις, αποφασίζουμε πως οι υπόλοιποι είναι μαλάκες και είμαστε ευχαριστημένοι.
Κρ.Π.: Και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της Ελλάδας, είναι… κρατικοδίαιτοι ή συμβιβασμένοι;
Αλκ.Ι.: Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Για παράδειγμα, επειδή αναφέραμε την Ισπανία, εκεί δεν υπάρχει ισπανικό μουσικό σχήμα που να βγαίνει να παίξει στο εξωτερικό και να μην έχει τη μικρή ή τη μεγάλη, πολλές φορές, στήριξη των πολιτιστικών υπηρεσιών της χώρας του. Το έχω ζήσει σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος τους λειτουργεί καλά, ή ότι δικαιολογούνται όλα αυτά που έχουν συμβεί στη χώρα τους, αλλά ότι κάποιοι άνθρωποι που είναι σε κάποιες θέσεις, πραγματικά ασχολούνται και αγαπάνε αυτό που κάνουν και αισθάνονται μια υποχρέωση να το κάνουν καλά. Εδώ, για να είχε κάποιος μια ανάλογη στήριξη από το κράτος, έπρεπε να… κοιμάται με το κράτος!
Κι όταν στρέφονται οι Ισπανοί κατά του κράτους τους, ξέρουν πολύ καλά ποια είναι εκείνα τα καλά που πρέπει να κρατήσουν και τι, αντίθετα, πρέπει να αλλάξει στη λειτουργία του.
Όταν κάποιος εδώ στρέφεται κατά του κράτους, ή το κάνει γιατί είναι αντικρατιστής, οπότε θεωρητικά θα το έκανε όπου και αν βρισκόταν, ή αλλιώς, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου που ξαφνικά αποστρέφεται το κράτος και τον κρατικό μηχανισμό, το κάνει γιατί διαπιστώνει, το ίδιο ξαφνικά, πως του είναι ασύμφορο. Σάμπως τόσα χρόνια, λειτουργούσε για το συμφέρον του.
Δες, αν θέλεις, πόσο έντονη παρουσία έχουν τα πολιτιστικά κέντρα άλλων χωρών εδώ, στην Ελλάδα, σε μια μικρού δηλαδή ενδιαφέροντος χώρα, και φαντάσου πώς λειτουργούν στις χώρες που τους ενδιαφέρουν πραγματικά. Δες το ισπανικό Ινστιτούτο Θερβάντες. Δες το Γαλλικό, δες το Βρετανικό, το Γκαίτε των Γερμανών, ή το Πούσκιν των Ρώσων. Και δες και τα αντίστοιχα, συνήθως ανύπαρκτα, δικά μας, στις άλλες χώρες... Κωμικοτραγική η κατάσταση.
Όποτε έγινε σοβαρή δουλειά, έγινε με τη θυσία ή το ψώνιο κάποιων τρελαμένων που μετά τους ζήτησαν και τα ρέστα. Κατά τα άλλα, απέραντη σιωπή... Πληρωμένη δεκαετίες τώρα με τεράστια κονδύλια.
Έχουμε δρόμο μακρύ και δύσκολο. Κι αυτό είναι το καλό της υπόθεσης! Δεν πρέπει να μας απογοητεύει η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε. Πρέπει να μας δίνει χαρά. Γιατί η οργή, από μόνη της, δεν δημιουργεί τίποτα. Δημιουργικό δεν είναι το να φτάσει ο κόσμος στο απροχώρητο, στην κορύφωση της μεγαλύτερης οργής. Η οργή χωρίς όνειρο θα σε ξανακάνει πρόβατο. Δεν αρκεί το να γκρεμίζεις. Θα ζήσουμε καλύτερα, όταν αποφασίσουμε τι θέλουμε να χτίσουμε στα ερείπια αυτού που θέλουμε να γκρεμίσουμε.
Κρ.Π.: Η οργή είναι και δευτερεύον συναίσθημα. Δηλαδή, πρώτα κάτι άλλο αισθάνθηκα και δεν το διαχειρίστηκα, έτσι ώστε έφτασα να οργιστώ, τελικά.
Αλκ.Ι.: Για να φτάσεις σ’ αυτό το συμπέρασμα, προϋποτίθεται μια συνομιλία με το βαθύτερο είναι σου. Μα δε μιλιόμαστε με τον εαυτό μας εδώ και δεκαετίες. Και δεν συνομιλούμε ουσιαστικά ούτε με τον διπλανό μας.
Αδιάφορες χαριτωμένες κουβεντούλες κάνουμε οι περισσότεροι, ή καυγαδάκια, στο σπίτι, στα καφέ, στις τηλεοράσεις και στη δουλειά, για να περνά η ώρα. Κι εμένα, με πιάνουν τα διαόλια μου και γίνομαι φλύαρος και ξερόλας, το αναγνωρίζω.
Αλλά ας μιλήσουμε, ας βγάλουμε τα κουσούρια μας ο καθένας στη φόρα, ας εκτεθούμε, ας γνωριστούμε, δεν πειράζει... Κι ας ακούσουμε και τον άλλον, τι έχει να μας πει.-
*Πατρίδα
Toυ Αλκίνοου Ιωαννίδη
(από τον δίσκο: Νεροποντή, 2009)
Λοιπόν,
αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη «φυλή» και τη «ράτσα»
προδομένη από μέσα, απ’ τους πιο πατριώτες
Να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ όπλο στο στόμα
Τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω από ένα τραπέζι το θυμάμαι σαν τώρα
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
Μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
«Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν!
Τι ωραία που πέφτουν...»
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος, Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα εικοσιεπτά του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο
Αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάμε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική.
Εδώ στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητάει
Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνει οι μπάτσοι κι απ την Ομόνοια
να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
Στο παράθυρο εικόνισμα, άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη Γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή.
Δεν θέλω ο εαυτός μου να ‘ναι τόπος δικός μου
Ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ταν αγέννητη η γη
Δε με τρομάζει το τέρας, ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου, με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.
tvxs.gr
Κρ.Π.: Πώς έχεις βιώσει την σημερινή ελληνική κρίση; Πώς την έχεις αντιληφθεί, δηλαδή, με τη δική σου ματιά;
Π.: Πώς έχεις βιώσει την σημερινή ελληνική κρίση; Πώς την έχεις αντιληφθεί, δηλαδή, με τη δική σου ματιά;
Αλκ.Ι.: Βιώνουμε αυτή την κρίση εδώ και πολλά χρόνια. Σίγουρα υπάρχουν νέα δεδομένα, αλλά δεν είναι κεραυνός εν αιθρία.
Είναι αποτέλεσμα χρόνιων ασθενειών. Βιώναμε τα συμπτώματά τους, κάποια τα συνηθίσαμε, για κάποια γκρινιάζαμε που και που, καμιά φορά κάναμε κάτι γι’ αυτά, καμιά φορά όχι… Ζήσαμε, και καλά ανύποπτοι, την πολυετή προετοιμασία της σημερινής κατάληξης. Δεν προέκυψε ξαφνικά.
Δεν αισθάνομαι, δηλαδή, ότι ζούσα σε μία υγιή χώρα, η οποία ξαφνικά αρρώστησε. Ίσα ίσα.
Δεχτήκαμε τόσα πράγματα όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία δεν μας άγγιζαν, ίσως, ή –έστω- νομίζαμε ότι δεν μας άγγιζαν προσωπικά. Επιτρέπαμε, για παράδειγμα, στις πόλεις μας, να μην είναι φιλικές προς τα άτομα με αναπηρία, ή επιτρέπαμε στους εαυτούς μας και στους φίλους μας να ζουν χωρίς να νοιάζονται ουσιαστικά και έμπρακτα για τον διπλανό. Δεχόμαστε όλοι, δεκατρία χρόνια μετά τον σεισμό του ’99, τα ορφανά παιδιά του Χατζηκυριάκειου να ζουν σε κοντέινερ, αφού οι ζημιές στο κτήριο δεν έχουν ακόμη επισκευαστεί. Μα, ποιο μέλλον αξίζει σε μια κοινωνία που έχει τα ορφανά παιδιά της σε κοντέινερ;
Δεν ήταν καλά τα χρόνια που πέρασαν, κι ας μιλούν κάποιοι για τις «καλές εποχές». Ακόμα κι αν για κάποιους ήταν καλές όμως, δεν προετοιμαστήκαμε ούτε πνευματικά, ούτε πρακτικά, για τους δύσκολους καιρούς, που πάντοτε μπορούν να προκύψουν.
Υπήρχε φτώχεια γύρω και μέσα μας, από την οποία είχαμε πάψει να συγκινούμαστε. Όσοι δεν ήμασταν φτωχοί, όσοι καλύπταμε κουτσά-στραβά τις πραγματικές ή υπερβολικές μας ανάγκες, δεν δίναμε δεκάρα για τον διπλανό.
Με άλλα λόγια, δεν ένιωσα ποτέ πως ζω σε μια χώρα που υπόσχεται κάτι καλό. Νομίζω ότι πολλοί αναμέναμε ότι θα έρχονταν εποχές, όπου θα μας σκέπαζε το πέπλο αυτής της σημερινής μιζέριας. Και είναι κρίμα να κινητοποιούμαστε – όσο κινητοποιούμαστε, έστω αυτό το λίγο - μόνο αφότου έχει αγγίξει αυτή η υπόθεση το πορτοφόλι μας.
Κρ.Π.: Οι βασικότερες αιτίες που μας έφεραν στην σημερινή κατάσταση, ποιές είναι νομίζεις;
Αλκ.Ι.: Είναι πολύ σύνθετο το θέμα και ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να απαντήσει σε αυτό, αλλά νομίζω ότι αφεθήκαμε, ζήσαμε μέσα στην ηλιθιότητα για δεκαετίες, ξεχάσαμε τι είναι σημαντικό και τι όχι, κι αυτό είναι αρκετό.
Υπάρχουν σίγουρα και άλλοι παράγοντες, εξωγενείς, όπως σίγουρα υπάρχουν «καρχαρίες» έτοιμοι να καταπιούν ότι ευάλωτο βρουν στο δρόμο τους, αλλά το ίδιο σίγουρα, υπάρχει και μια ευθύνη στη μεριά του θύματος.
Κρ.Π.: Υπάρχει ευθύνη, πιστεύεις, στη μεριά του θύματος;
Αλκ.Ι.: Βέβαια υπάρχει ευθύνη. Κατ’ αρχήν, ευθύνη υπάρχει στο ότι ανεχτήκαμε αυτού του είδους την πολιτική τόσα χρόνια.
Δηλαδή, αν είμαστε άβουλα όντα, τα οποία δεν έχουν καμία δύναμη και δεν μπορούν να καθορίσουν στο παραμικρό τις εξελίξεις, τότε ας το πάρουμε απόφαση κι ας ζήσουμε σαν δούλοι. Αλλά, αν δεν το δεχόμαστε αυτό, τότε σίγουρα έχουμε ευθύνη για όσα έχουν συμβεί.
Κρ.Π.: Με λίγα λόγια, δηλαδή, ο κάθε πολίτης δεν είναι μόνο για να πηγαίνει να ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια;
Αλκ.Ι.: Ξέρεις, αυτό δεν είναι δημοκρατία, ακριβώς… Δημοκρατία είναι το να συμμετέχεις στα κοινά, κι αυτό να είναι μια σταθερή και αδιαπραγμάτευτη λειτουργία της ζωής.
Να μπορείς να αυτό-οργανώνεσαι, να συμμετέχεις σε δράσεις, να έχεις ιδέες οι οποίες να μπορούν να εφαρμόζονται μέσα από μια διαδικασία συλλογική, να μπορείς να δεχτείς τη διαφορετικότητα του άλλου και να την αξιοποιήσεις, να καταφέρεις να συνεργαστείς με αυτόν που έχει άλλη άποψη από τη δική σου, να συνεννοηθείς με τον φίλο, με τον γείτονά σου, με τη γυναίκα σου, με τα παιδιά σου.
Στο τέλος να μπορείς να συνεννοηθείς με τον εαυτό σου… Κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο στις εποχές που ζούμε. Όλα αυτά είναι δημοκρατία. Δεν είναι η μεγάλη «χάρη» που μας κάνουν, να ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια.
Κρ.Π.: Και ίσως το θεωρούν και κάποιοι, τρομερό γεγονός, το ότι ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια;
Αλκ.Ι.: Η αλήθεια είναι ότι μοιάζει να νομίζουν ότι μας κάνουν πολύ μεγάλη χάρη, να μας παραχωρούν αυτό το προνόμιο. Το οποίο, όμως, στις εποχές που ζούμε, ακόμα και αυτό, υπάρχουν άνθρωποι που το αμφισβητούν.
Κρ.Π.: Δηλαδή;
Αλκ.Ι.: Θέλω να πω, ότι υπάρχουν αρκετοί που λένε «Α, ρε, Παπαδόπουλε!», ή «μια χούντα μας χρειάζεται», ως απάντηση στην σαπίλα που έφερε το… άλλο σύστημα, το δημοκρατικό.
Κρ.Π.: Ποιό θεωρείς το σημαντικότερο πρόβλημα, σήμερα, στην Ελλάδα;
Αλκ.Ι.: Η έλλειψη πολιτισμού. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Διότι, ακόμα και αν μας ρουφήξουν το αίμα, αν υπάρχει κάποια ελπίδα, μέσα σε όλη αυτή την ιστορία, δεν έρχεται ούτε από την πολιτική, ούτε από τους οικονομολόγους, ούτε από τους τραπεζίτες.
Αντίθετα, έρχεται από το επίπεδο του πολιτισμού των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτόν τον τόπο. Γιατί, ακόμα και αν πάμε οικονομικά καλύτερα, για λόγους που δεν μπορώ να φανταστώ, τι νόημα θα έχει, αν παραμείνουμε πνευματικά στο επίπεδο των εποχών που μας έφεραν ως εδώ;
Κοιτούσαμε, χρόνια, υποτιμητικά τους ανατολικο-ευρωπαίους «υπηρέτες», κι ας ήξεραν εκατό ποιήματα επ’ έξω, κι ας είχαμε εμείς να διαβάσουμε ποίημα από το σχολείο.
Αυτό το πνευματικό επίπεδο, που μεταφράζεται σε ποιότητα σκέψης, πράξης και ζωής, που καθορίζει την ηθική και την αισθητική, που γίνεται πολιτικό με την πιο καθαρή έννοια της λέξης, κατάφεραν οι υπεύθυνοι, εδώ και δεκαετίες, να το κατεβάσουν πάρα πολύ. Και όταν λέω «υπεύθυνοι», δεν εννοώ μόνο τους Υπουργούς Παιδείας.
Εννοώ και εμάς τους καλλιτέχνες, και αυτούς που ονομάζουμε «πνευματικούς ανθρώπους» και τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις και τα περιοδικά. Εννοώ, όλους τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι ασχολούνται με αυτό που ονομάζουμε «πολιτισμό», είτε κάνουμε πράγματι πολισμό είτε νομίζουμε ότι κάνουμε. Και, μαζί, φταίει και η πλειοψηφία του «κοινού». Όλοι, έχουμε την ευθύνη μας σ’ αυτό.
Κρ.Π.: Έλλειψη πολιτισμού δεν είναι το ότι η πλειοψηφία ενδιαφερόταν τόσα χρόνια κυρίως για το προσωπικό τους συμφέρον;
Αλκ.Ι.: Μα, νομίζουμε πως το προσωπικό μας συμφέρον είναι να περνάμε καλύτερα από τον γείτονα.
Το γεγονός ότι δεν μας απασχολεί ο άνθρωπος που πεινά δίπλα μας, και μας απασχολεί η πείνα μόνον όταν φτάσουμε να πεινάμε οι ίδιοι, ή το γεγονός ότι ανεχόμαστε ένα κράτος-δολοφόνο, που αφήνει τη γιαγιά να πεθάνει αβοήθητη, ενώ πλήρωνε τόσα χρόνια τους φόρους και την ασφάλειά της, ή το γεγονός που ανέφερα πριν, δηλαδή τα άτομα με αναπηρία, που δεν μπορούν να πάνε ούτε για έναν καφέ, πόσο μάλλον να εργαστούν.
Πηγαίνω στο εξωτερικό πολύ συχνά, είτε στην Ευρώπη, είτε στην Αμερική, και παρατηρώ άτομα σε καροτσάκι να κυκλοφορούν στο δρόμο, και καμιά φορά ξεχνιέμαι και λέω «Τί έγινε; Έπαθαν όλοι ατύχημα, εδώ;». Και μετά θυμάμαι ότι απλά, εκεί μπορούν να κυκλοφορήσουν…
Κρ.Π.: Δεν είναι δηλαδή περιθωριοποιημένοι, είναι μία μειοψηφία, που όμως έχει τα ίδια δικαιώματα με όλους…
Αλκ.Ι.: Είδες; Φτάσαμε να συζητάμε τα αυτονόητα: Το αν έχουν οι μειοψηφίες το δικαίωμα στη ζωή! Και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης, των τελευταίων δύο ετών. Αυτό συνέβαινε και πριν από δέκα χρόνια.
Κρ.Π.: Ίσως πολύ νωρίτερα; Για παράδειγμα, από τον εμφύλιο και μετά, που ο περισσότερος κόσμος άρχισε να… ιδιωτεύει με έμφαση στο προσωπικό συμφέρον, και να δείχνει με το δάχτυλο (και όχι μόνον) ως κακό παράδειγμα τους παντός είδους αντιρρησίες και αγωνιστές;
Αλκ.Ι.: Δεν θέλω να αναφέρομαι καν στον εμφύλιο πια, ειδικά σε αυτή την περίοδο και σε αυτή την κατάσταση που ζούμε τον τελευταίο καιρό. Είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά. Υπάρχουν τόσα άλλα παραδείγματα που μπορείς να πεις...
Νιώθω ότι θα πρέπει να υπάρχει μία σύνεση στο πώς αναφερόμαστε σε τέτοια θέματα, πώς τα χρησιμοποιούμε αυτή τη στιγμή. Και μια προσοχή, στο πώς εκμεταλλεύονται τέτοιες κουβέντες κάποιοι πολεμοχαρείς. Δεν το λέω από μετριοπάθεια. Κάθε άλλο.
Κρ.Π.: Το λες και ως ένας άνθρωπος του πολιτισμού, επώνυμος, με μεγαλύτερη ευθύνη;
Αλκ.Ι.: Όχι. Το λέω γιατί νοιάζομαι για τον τόπο μου. Νοιάζομαι για τους ανθρώπους μου. Για τα παιδιά μου, που μεγαλώνουν εδώ. Γι αυτό το λέω. Είναι εγωιστικό, προκειμένου να υποστηρίξουμε μια άποψή μας, να μπαίνουμε σε θέματα τα οποία ανάβουν φιτίλια σε εποχές που δεν τα αντέχουν.
Κρ.Π.: Και πώς πιστεύεις ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή κατάσταση; Πιστεύεις π.χ. ότι είμαστε εκτός ελέγχου;
Αλκ.Ι.: Πιστεύω ότι έχουμε να ζήσουμε πολύ χειρότερα πράγματα. Είμαστε στην αρχή…
Δεν θεωρώ, δηλαδή, ότι μαγικά, π.χ. σε δύο χρόνια, όλα θα γίνουν καλύτερα, κι ότι ο κάθε άνθρωπος που σήμερα έχει οργή και βία μέσα του και είναι έτοιμος να την διοχετεύσει οπουδήποτε, ή να μισήσει οτιδήποτε του λένε πως αξίζει να μισηθεί, σε δύο χρόνια θα είναι ένας δημιουργικός άνθρωπος, που θα προχωράει πνευματικά και θα αναπτύσσεται.
Δεν νομίζω, δηλαδή, ότι η ανάκαμψη θα έρθει τόσο εύκολα και τόσο γρήγορα. Δυστυχώς.
Κρ.Π.: Και τί νομίζεις ότι θα έπρεπε να κάνουμε;
Αλκ.Ι.: Εδώ και χρόνια πίστευα ότι ζούσαμε σε μια εποχή που δεν ευνοούσε την συλλογικότητα.
Οι περισσότερες συλλογικότητες που είδα και που έζησα, μέσα στο μπερδεμένο, διασπασμένο, απρόσωπο, μεταπολιτευτικό τοπίο, παρά τις προσπάθειες και τις θυσίες πολλών, ήταν προβληματικές, ή αναποτελεσματικές, και άρα, χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.
Είχα λάθος, γιατί σήμερα υπάρχει μια προεργασία πολύτιμη. Πίστευα όμως, ότι η εποχή ήταν περισσότερο κατάλληλη για να μπορέσει ο καθένας να αναπτυχθεί προσωπικά, να μπορέσει ο καθένας να προχωρήσει σαν άνθρωπος, μέσα από μια προσωπική και ανένταχτη –όχι μόνο κομματικά- πορεία.
Τώρα βλέπω διάφορες συλλογικότητες να αρχίζουν να ανθούν γύρω, και αυτό με χαροποιεί. Και το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο το έργο που παράγουν, π.χ. το αν θα φάνε φαγητό κάποιοι άστεγοι, ή αν θα πάρουν τα φάρμακά τους κάποιοι άνθρωποι που τα έχουν ανάγκη, ή αν θα υποστηριχθούν κάποιοι διωγμένοι από την κοινωνία, το οποίο είναι από μόνο του σπουδαίο. Αλλά είναι και το γεγονός, ότι διαμορφώνει τρόπο σκέψης και λειτουργίας, και χαρίζει την εμπειρία της έμπρακτης και δημιουργικής ένταξης στο σύνολο. Και αυτό είναι κάτι ανεκτίμητο.
Δεν μιλώ για την «φιλανθρωπία». Μου είναι φρικτή σαν έννοια, αυτή η –συχνά δημόσια- εκ του ασφαλούς «προσφορά» μέρους του υπερ-περισσεύματος, για λόγους συνήθως αυτάρεσκους ή ύποπτους. Άσε που η ίδια η λέξη μπάζει νερό. Γιατί, για να είναι κανείς φιλόζωος, πρέπει ο ίδιος να μην είναι ζώο. Για να είναι φιλέλληνας, να μην είναι Έλληνας.
Δεν υπάρχει «φιλόζωο ζώο», ούτε «φιλέλληνας Έλληνας». Έτσι, ούτε και «φιλάνθρωπος άνθρωπος». Οι φιλάνθρωποι, θέτουν εαυτούς εκτός του συνόλου των ανθρώπων. Γίνονται υπεράνω του ανθρώπου, κάτι σαν ημίθεοι. Το θέμα είναι να είσαι Άνθρωπος, όχι φιλάνθρωπος.
Μόνος του, ο κάθε ένας μας είναι τρελός και ελλιπής, και συνήθως ανίκανος, κι ας έχει τη μαγεία του ο μοναχικός δρόμος. Αλλά, μέσα από τη συλλογική δράση, κερδίζει το άτομο και μαζί όλη η κοινωνία. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη στον καθένα μας σήμερα, να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος του, ότι λειτουργεί, παραμένοντας ελεύθερος, στα πλαίσια μιας συλλογικότητας, μιας ομάδας.
Αυτό λειτουργεί και ανάποδα: νέα παιδιά εντάσσονται σε ομάδες που το μόνο που τους ενώνει είναι το μίσος προς κάποιους άλλους. Κι αυτό είναι μια ένταξη, μια συντροφικότητα. Δεν είναι όμως μια δημιουργική διαδικασία, δεν λύνει προβλήματα, δημιουργεί καινούργια.
Δεν έχει ανάγκη αυτή τη στιγμή η κοινωνία μας από στείρο και τυφλό μίσος. Έχει ανάγκη από ανθρώπους που μέσα από συλλογικότητες θα μπορέσουν να προσφέρουν.
Κρ.Π.: Και αυτό είναι και η δημοκρατία; Δηλαδή, μία οργανωμένη συλλογικότητα. Τουλάχιστον αυτό θα έπρεπε να είναι…
Αλκ.Ι.: Ναι. Το βιώσαμε τραυματικά, γιατί οι συλλογικότητες που «έδρασαν» μαζικά στην κοινωνία μας για χρόνια, ήταν κυρίως τα πολιτικά κόμματα και οι ποδοσφαιρικές ομάδες.
Κρ.Π.: Και αυτές είναι κάθετες συλλογικότητες. Ενώ τώρα βλέπουμε ότι δημιουργούνται περισσότερο οριζόντιες συλλογικότητες.
Αλκ.Ι.: Ναι, αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον έχει και η ανάγκη μας να βρεί ο καθένας τη συντροφιά του. Να συνενωθεί και να συνεννοηθεί. Αρκετά ζήσαμε σπασμένοι σε κόμματα και κομματάκια.
Κρ.Π.: Για όλους αυτούς που είναι χωρίς δουλειά, χωρίς, τίποτα… τί έχεις να πεις;
Αλκ.Ι.: Τι να πω; Όσοι ζούμε με κάποια άνεση, είτε κλέψαμε είτε όχι, οφείλουμε μια απολογία σε όσους, το ίδιο σύστημα που εμάς μας άφησε να επιβιώσουμε, αυτούς τους εκμεταλλεύτηκε και τους εκμηδένισε. Όχι με τις ανόητες, δακρύβρεχτες ενοχές του χορτάτου, αλλά με την επίγνωση πως θα μπορούσε να ήμασταν εμείς στη θέση τους.
Δεν έχω να δώσω καμιά συμβουλή, ούτε κουράγιο να πω, ούτε με τα λόγια μπορεί να βοηθήσει κάποιος σε αυτή την ιστορία. Χρειάζονται πράξεις, στην καθημερινή ζωή του καθενός μας, και μόνο έτσι μπορείς να σταθείς δίπλα στους συνανθρώπους σου. Και δεν μιλώ για εντυπωσιακές πράξεις, που να αξίζουν προβολής, αλλά τον συγκεκριμένο, συνειδητό τρόπο που στέκεται ο καθένας μας απέναντι στον κάθε συνάνθρωπο και στο κοινωνικό σύνολο γενικότερα.
Κρ.Π.: Ο Μπέκετ είχε πει, πως όταν είμαστε μέχρι το λαιμό μες στα σκατά, δε μας μένει τίποτ’ άλλο, παρά να τραγουδήσουμε… Ποιό τραγούδι θα έλεγες σε αυτή την περίπτωση;
Αλκ.Ι.: Δεν μου αρέσουν τα οργισμένα τραγούδια. Δεν πιστεύω ότι εξυπηρετούν, στο τέλος, τίποτα. Με το πολιτικό τραγούδι, έτσι όπως το εννοούμε συνήθως, είμαι τσακωμένος γενικώς. Θεωρώ πως ούτε το τραγούδι υπηρετεί, τελικά, ούτε την πολιτική.
Και επειδή βλέπω ό,τι υπάρχει μεγάλη ανάγκη έκφρασης, σήμερα, αυτή η έκφραση δεν θα έρθει ουρλιάζοντας συνθήματα μέσα από τα τραγούδια. Θεωρώ μεγάλο επαναστάτη, για παράδειγμα, τον Χατζιδάκι. Κι ας λένε πως ήταν δεξιός, δεν πα’ νάταν ότι ήθελε; Δε με ενδιαφέρει καθόλου. Το γεγονός ότι έδωσε τόση ομορφιά στον κόσμο, έδωσε πρόσωπο και σχήμα σε εποχές άσχημες και μας βοήθησε να γίνουμε καλύτεροι, είναι η πιο επαναστατική πράξη που μπορεί να κάνει κανείς.
Δεν χρειαζόταν να γράψει εμφανώς «πολιτικά» τραγούδια. Όπως και ο Γκάτσος, με τον οποίο κυρίως συνεργάστηκε. Αν καθίσεις να διαβάσεις τους στίχους του θα δεις έναν πολύ ευαισθητοποιημένο, γύρω από τα κοινωνικά θέματα, άνθρωπο.
Υπήρξαν κάποιοι που δεν εκμεταλλεύτηκαν ποτέ τα πιστεύω τους μέσα από το έργο τους. Από την άλλη βέβαια, δεν πλήρωσαν και το τίμημα, όπως κάποιοι φανερά στρατευμένοι. Όμως, νοιάστηκαν βαθιά την τέχνη τους και τον άνθρωπο. Τα υπηρέτησαν και τα δύο, κάνοντας πάρα πολύ καλά τη δουλειά τους. Κι αυτό, νομίζω, είναι αρκετό.
Κρ.Π.: Όμως, ο κόσμος έχει ανάγκη να ακούσει τη θέση που έχει κάποιος που εκτιμά. Είναι σημαντικό να μιλάτε. Έστω και για να πείτε ακριβώς αυτό. Επίσης, με την ευκαιρία που αναφέρθηκες στην ανάγκη για έκφραση, δεν είναι σημαντική σε αυτή την περίοδο και η δημιουργικότητα;
Αλκ.Ι.: Μα ναι! Δεν γίνεται αλλιώς. Δηλαδή, αν παραμείνουμε καταναλωτές, έτοιμοι να καταπιούμε σαν έτοιμη τροφή αυτό που δημιουργούν οι άλλοι για μάς, δεν βλέπω κανένα μέλλον.
Το θέμα είναι να μπορέσει σιγά σιγά ο καθένας να δημιουργήσει τα δικά του πράγματα, με αφοσίωση και αγάπη, για να μπορεί να τα δώσει. Ότι κι αν φτιάχνει. Μπορεί να μεγαλώνει παιδιά, ή να γράφει ποιήματα, ή να είναι αγρότης, ή να μαγειρεύει, ή, ακόμα και να δημιουργεί πράγματα ακόμη πιο σπάνια, όπως μια ωραία ερωτική σχέση…
Κρ.Π.: Μα δεν δημιουργείς όταν κάτι σε εμπνέει; Και ο Χατζιδάκις έδινε έμπνευση… Και το σημαντικότερο είναι να μπορείς να εμπνέεις, όπως συμβαίνει και στις σχέσεις… Πώς και από τι θα εμπνευστούμε, λοιπόν, σήμερα;
Αλκ.Ι.: Πήγα στους Ζαπατίστας, δεν άκουσα ένα οργισμένο τραγούδι, ποτέ. Τα επαναστατικά τραγούδια τους, είναι τραγούδια γεμάτα ομορφιά. Τόση ομορφιά που σε πονά.
Και μετά σκέφτομαι τα επαναστατικά τραγούδια των άλλων επαναστάσεων της Λατινικής Αμερικής, ή του ισπανικού εμφυλίου. Κανείς δεν ουρλιάζει τη μιζέρια του, ούτε βρίζει το σύστημα, ούτε τραγουδάει το μίσος. Τα ακούς και έχεις την ανάγκη να κάνεις τον κόσμο καλύτερο, όχι γιατί απλώς σιχαίνεσαι αυτόν που υπάρχει, αλλά γιατί τον ονειρεύεσαι αλλιώς. Και έτσι πολεμάνε. Όχι με μίσος, αλλά με όνειρο.
Το άλλο μου φαίνεται πολύ μίζερο. Το να παραθέτεις τα κακώς κείμενα της εποχής σ’ ένα τραγούδι, με φωνή βραχνή συνήθως, κουρασμένη από τους «πολλούς αγώνες» και τα τσιγάρα, ή στεντόρια, σε στυλ «εμπρός γενναίοι μου, οπισθοχώρηση»...
Όλοι οι και καλά σκεπτόμενοι σύγχρονοι καλλιτέχνες, δεν αποφεύγουμε αυτήν την παγίδα, αλλά το αποτέλεσμα μάλλον δεν έχει νόημα.
Κρ.Π.: Οπότε προτείνεις να ψάξουμε να βρούμε ή να δημιουργήσουμε, οτιδήποτε μας εμπνέει να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή;
Αλκ.Ι.: Ναι. Αλλά αν δεν ασχοληθείς παράλληλα με τον διπλανό σου και μείνεις αποκλειστικά στο πρόβλημά σου, όπως τόσα χρόνια έμενες στην πάρτη σου, είναι αδύνατον να ζήσεις μια καλύτερη ζωή.
Ασκώ επάγγελμα που προϋποθέτει μεγάλες δόσεις εγωισμού. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθώ να μάθω στα παιδιά μου ότι εάν ο διπλανός σου δεν ζει αξιοπρεπώς, ούτε κι εσύ μπορείς να είσαι αξιοπρεπής. Όταν γύρω σου υπάρχει δυστυχία, όσο κι αν ψήνεσαι πως είσαι ευτυχής, είναι αδύνατον να ζήσεις καλά. Αν ένας πάει στην κόλαση, κανείς δεν πάει στον παράδεισο.
Κρ.Π.: Τι θα έλεγες για το τραγούδι σου «Πατρίδα»;
Αλκ.Ι.: Γράφτηκε το 2008 και κυκλοφόρησε αρχές του 2009, πριν την «κρίση». Αναφέρεται σε εμπειρίες που έζησα ο ίδιος. Δεν παραθέτω ιστορικά στοιχεία που διάβασα κάπου ή που παρακολούθησα στην τηλεόραση. Τις περισσότερες από αυτές τις εμπειρίες, τις έζησα στην Κύπρο ή εδώ, στην Ελλάδα. Κάποιες άλλες, σε άλλα μέρη.
Είναι περισσότερο υπαρξιακό, παρά πολιτικό τραγούδι. Αναφέρει γεγονότα που καθόρισαν τις αντιλήψεις μου, τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, τις βεβαιότητες, την άγνοια, το μπέρδεμα και την ύπαρξή μου γενικώς.
Κρ.Π.: Η πατρίδα είναι η γη του πατρός…
Αλκ.Ι.: Ακριβώς. Σε πολλές περιπτώσεις, η δική μου γη του πατρός, έγινε γη… του πυρός. Τα περιστατικά που αναφέρω μέσα στους στίχους του, αυτό –μάλλον- δείχνουν.
Λέω για τις μνήμες που έχω από την εισβολή το ’74 στην Κύπρο, από την προδοσία και την επακόλουθη Τουρκική εισβολή. Είχαν συλλάβει οι πραξικοπηματίες τη μητέρα μου, που εργαζόταν ως εκφωνήτρια στο ραδιόφωνο και της έβαζαν το πιστόλι στον κρόταφο για να κάνει τις ανακοινώσεις τους… μέχρι που μπήκαν οι Τούρκοι και η «δουλειά» τους ολοκληρώθηκε.
Στον βομβαρδισμό, είχαμε κρυφτεί κάτω από το τραπέζι, για να μην πέφτουν οι σοβάδες από το ταβάνι πάνω μας, και τρώγαμε με τον αδερφό μου σταφύλι. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές, με πήγε στο παράθυρο ο πατέρας μου να τους δω και για να μην τρομάξω μου έλεγε, «κοίταξε τί ωραίοι που είναι, τι ωραία που πέφτουν…»
Για τους ορφανούς γονείς μου – ο ένας παππούς σκοτώθηκε από τους ναζί, ο άλλος από τους συνεργάτες τους, Βούλγαρους εθνικιστές.
Μετά, άλλα γεγονότα, στον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία, όπου είχαμε φτάσει, μετά από ένα μεγάλο, επικίνδυνο και δύσκολο ταξίδι. Στο Βελιγράδι, το ξενοδοχείο που θα μέναμε ήταν βέβαια άδειο –ποιος θα πήγαινε να μείνει εκεί;- ήταν όμως ένας μπάτλερ στην υποδοχή, ντυμένος με φράκο, ένα εργαζόμενο φάντασμα... Έμεινα να κοιμάμαι ένα βράδυ μέσα στον βομβαρδισμό, δεν ξύπνησα από τις σειρήνες για να κατεβώ στο καταφύγειο, ούτε και οι βόμβες με ξύπνησαν, πάντα κοιμάμαι βαριά...
Την επομένη τραγούδησα στην πλατεία Δημοκρατίας, την κεντρική πλατεία της πόλης, μπροστά σε χιλιάδες χαμογελαστών ανθρώπων, που δεν ήξεραν αν θα ήταν ζωντανοί το επόμενο λεπτό, και ως τελευταία πράξη διάλεγαν να τραγουδήσουν. Την επομένη, είδα τα ανθρώπινα μέλη μέσα σε μπάζα στο Αλέξινατς, λίγες ώρες μετά τον βομβαρδισμό του.
Ή, το «Κ. Μαρούση», το κτήριο στη συμβολή Πανεπιστημίου και Ομόνοιας, όπου το είδα να καίγεται στη διάρκεια μεγάλης διαδήλωσης. Ήταν 10 Ιανουαρίου του 1991, μία μέρα μετά τη δολοφονία του Τεμπονέρα. Πήρε φωτιά το κτήριο, άλλοι λένε από μολότωφ, άλλοι από τα δακρυγόνα που έπεφταν ασταμάτητα. Άδειασε η λεωφόρος, ήρθε η πυροσβεστική, μείναμε λίγα άτομα να κοιτάμε ανήμπορα, αμίλητα.
Ανέβαιναν με σκάλες οι πυροσβέστες στα φλεγόμενα παράθυρα, όπου κρέμονταν άνθρωποι, ενώ οι αστυνομικοί πετούσαν από την Ομόνοια δακρυγόνα στους πυροσβέστες, εμποδίζοντάς τους. Τους περιγελούσαν και τους έβριζαν. Οι κάμερες των καναλιών γυρνούσαν αλλού το φακό. Κάηκαν τέσσερις άνθρωποι. Τους τρεις τους κλαίνε ακόμη οι δικοί τους. Ο τέταρτος δεν αναγνωρίστηκε και παραμένει άγνωστος. Ο άγνωστος Αθώος. Για μένα, ήταν μια καθοριστική στιγμή.
Ή, το «άνοιγμα» πριν από λίγα χρόνια της Πράσινης Γραμμής στην Κύπρο…
Η συγκίνηση κάποιων γερόντων που πήγαιναν μετά από τόσα χρόνια να δουν το σπίτι τους, άλλοι που δεν άντεχαν αυτή τη συγκίνηση και δεν πήγαιναν, και πονούσαν το ίδιο. Άλλοι που πήγαιναν στον τάφο των γονιών τους, για να τον βρουν ρημαγμένο. Και άλλοι, που πήγαιναν επειδή είχε καζίνο, ή επειδή ήταν φθηνότερα τα εστιατόρια, όχι δηλαδή σαν προσκυνητές, αλλά σαν καταναλωτές. Ανθρώπινα είναι όλα, αλλά δεν μπορώ να μην τα καταγράφω.
Κρ.Π.: Πατρίδα τί είναι για σένα;
Αλκ.Ι.: Η νοσταλγία. Αυτό είναι. Δεν υπάρχει κάτι άλλο στο οποίο να επιστρέφω τόσο συχνά. Όχι με τη ρομαντική της έννοια, αλλά με αυτή που σου σκίζει τα σωθικά, που σου φανερώνει ξανά το αληθινό σου πρόσωπο - το πρόσωπο που η ροή της καθημερινότητας σε κάνει να ξεχνάς - πριν σε εκσφενδονίσει πάλι μπροστά.
Ο τόπος, το χώμα του, το φως του και οι άνθρωποι που με καθόρισαν. Η νοσταλγία είναι η πατρίδα μου. Και τα παιδιά μου. Η μνήμη και η υπόσχεση.
Κρ.Π.: Λέγοντας για νοσταλγία, νιώθω ότι η πατρίδα που ήξερα, χάνεται. Μήπως θα ‘πρεπε ήδη, να είχαμε κάνει κάτι σημαντικότερο, με μεγαλύτερη συλλογικότητα; Δηλαδή, για παράδειγμα οι Ισπανοί, έφτιαξαν ένα καταστατικό, συμφώνησαν σε κάποια βασικά αιτήματα και τα διεκδικούν.
Αλκ.Ι.: Εμείς δεν ξέρουμε να είμαστε μαζί. Ενώ και οι Ισπανοί έζησαν έναν εμφύλιο, ίσως και εντονότερο από τον δικό μας, με κάποιον τρόπο καταφέρνουν σε κάποια βασικά πράγματα - ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος της κοινωνίας τους - να συνεννοούνται.
Εμείς ζούμε ο καθένας μέσα στο μικρό του κλουβάκι, που μπορεί να περιλαμβάνει και άλλους δυο-τρεις, αποφασίζουμε πως οι υπόλοιποι είναι μαλάκες και είμαστε ευχαριστημένοι.
Κρ.Π.: Και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της Ελλάδας, είναι… κρατικοδίαιτοι ή συμβιβασμένοι;
Αλκ.Ι.: Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Για παράδειγμα, επειδή αναφέραμε την Ισπανία, εκεί δεν υπάρχει ισπανικό μουσικό σχήμα που να βγαίνει να παίξει στο εξωτερικό και να μην έχει τη μικρή ή τη μεγάλη, πολλές φορές, στήριξη των πολιτιστικών υπηρεσιών της χώρας του. Το έχω ζήσει σε πολλά φεστιβάλ του εξωτερικού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος τους λειτουργεί καλά, ή ότι δικαιολογούνται όλα αυτά που έχουν συμβεί στη χώρα τους, αλλά ότι κάποιοι άνθρωποι που είναι σε κάποιες θέσεις, πραγματικά ασχολούνται και αγαπάνε αυτό που κάνουν και αισθάνονται μια υποχρέωση να το κάνουν καλά. Εδώ, για να είχε κάποιος μια ανάλογη στήριξη από το κράτος, έπρεπε να… κοιμάται με το κράτος!
Κι όταν στρέφονται οι Ισπανοί κατά του κράτους τους, ξέρουν πολύ καλά ποια είναι εκείνα τα καλά που πρέπει να κρατήσουν και τι, αντίθετα, πρέπει να αλλάξει στη λειτουργία του.
Όταν κάποιος εδώ στρέφεται κατά του κράτους, ή το κάνει γιατί είναι αντικρατιστής, οπότε θεωρητικά θα το έκανε όπου και αν βρισκόταν, ή αλλιώς, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου που ξαφνικά αποστρέφεται το κράτος και τον κρατικό μηχανισμό, το κάνει γιατί διαπιστώνει, το ίδιο ξαφνικά, πως του είναι ασύμφορο. Σάμπως τόσα χρόνια, λειτουργούσε για το συμφέρον του.
Δες, αν θέλεις, πόσο έντονη παρουσία έχουν τα πολιτιστικά κέντρα άλλων χωρών εδώ, στην Ελλάδα, σε μια μικρού δηλαδή ενδιαφέροντος χώρα, και φαντάσου πώς λειτουργούν στις χώρες που τους ενδιαφέρουν πραγματικά. Δες το ισπανικό Ινστιτούτο Θερβάντες. Δες το Γαλλικό, δες το Βρετανικό, το Γκαίτε των Γερμανών, ή το Πούσκιν των Ρώσων. Και δες και τα αντίστοιχα, συνήθως ανύπαρκτα, δικά μας, στις άλλες χώρες... Κωμικοτραγική η κατάσταση.
Όποτε έγινε σοβαρή δουλειά, έγινε με τη θυσία ή το ψώνιο κάποιων τρελαμένων που μετά τους ζήτησαν και τα ρέστα. Κατά τα άλλα, απέραντη σιωπή... Πληρωμένη δεκαετίες τώρα με τεράστια κονδύλια.
Έχουμε δρόμο μακρύ και δύσκολο. Κι αυτό είναι το καλό της υπόθεσης! Δεν πρέπει να μας απογοητεύει η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε. Πρέπει να μας δίνει χαρά. Γιατί η οργή, από μόνη της, δεν δημιουργεί τίποτα. Δημιουργικό δεν είναι το να φτάσει ο κόσμος στο απροχώρητο, στην κορύφωση της μεγαλύτερης οργής. Η οργή χωρίς όνειρο θα σε ξανακάνει πρόβατο. Δεν αρκεί το να γκρεμίζεις. Θα ζήσουμε καλύτερα, όταν αποφασίσουμε τι θέλουμε να χτίσουμε στα ερείπια αυτού που θέλουμε να γκρεμίσουμε.
Κρ.Π.: Η οργή είναι και δευτερεύον συναίσθημα. Δηλαδή, πρώτα κάτι άλλο αισθάνθηκα και δεν το διαχειρίστηκα, έτσι ώστε έφτασα να οργιστώ, τελικά.
Αλκ.Ι.: Για να φτάσεις σ’ αυτό το συμπέρασμα, προϋποτίθεται μια συνομιλία με το βαθύτερο είναι σου. Μα δε μιλιόμαστε με τον εαυτό μας εδώ και δεκαετίες. Και δεν συνομιλούμε ουσιαστικά ούτε με τον διπλανό μας.
Αδιάφορες χαριτωμένες κουβεντούλες κάνουμε οι περισσότεροι, ή καυγαδάκια, στο σπίτι, στα καφέ, στις τηλεοράσεις και στη δουλειά, για να περνά η ώρα. Κι εμένα, με πιάνουν τα διαόλια μου και γίνομαι φλύαρος και ξερόλας, το αναγνωρίζω.
Αλλά ας μιλήσουμε, ας βγάλουμε τα κουσούρια μας ο καθένας στη φόρα, ας εκτεθούμε, ας γνωριστούμε, δεν πειράζει... Κι ας ακούσουμε και τον άλλον, τι έχει να μας πει.-
*Πατρίδα
Toυ Αλκίνοου Ιωαννίδη
(από τον δίσκο: Νεροποντή, 2009)
Λοιπόν,
αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.
Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη «φυλή» και τη «ράτσα»
προδομένη από μέσα, απ’ τους πιο πατριώτες
Να χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ όπλο στο στόμα
Τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω από ένα τραπέζι το θυμάμαι σαν τώρα
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
Μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
«Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν!
Τι ωραία που πέφτουν...»
Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος, Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα εικοσιεπτά του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο
Αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάμε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια πεταμένα στη γη
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική.
Εδώ στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητάει
Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνει οι μπάτσοι κι απ την Ομόνοια
να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
Στο παράθυρο εικόνισμα, άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη Γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή.
Δεν θέλω ο εαυτός μου να ‘ναι τόπος δικός μου
Ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα ταν αγέννητη η γη
Δε με τρομάζει το τέρας, ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου, με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου