Όταν άνοιξε τα μάτια του βιάστηκε να ευχαριστήσει ,μέσα σε απειροελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου, όλους τους γνωστούς θεούς και μερικές θεές. Επιτέλους είχε ξυπνήσει. Η αίσθηση του μουσκεμένου σεντονιού και οι μυρουδιές ύπνου που εξάτμιζε το μαξιλάρι του δήλωναν ακριβώς το ίδιο. Είχε ξυπνήσει. Από την γεύση της αλμύρας στα χείλη του είχε αντιληφθεί (κάτι σαν να θυμήθηκε) το κλάμα που τον έλουζε, κατά την διάρκεια του ύπνου, όλο το βράδυ. Είχε θυμηθεί, αλλά προτίμησε να τα θάψει όλα βαθιά, στα πιο σκοτεινά σημεία του εγκέφαλού του.
Τα επόμενα λεπτά, και αφού ξεροκατάπιε, κόλλησε το βλέμμα του στο ταβάνι, σαν να ήθελε να σκεπάσει για λίγο την μνήμη του με το φως της αντηλιάς που έσκαγε στην οροφή από το μικρό ανατολικό παράθυρο του δωματίου. Τα είχε καταφέρει. Το συνειδητό του είχε ξεχάσει εντελώς το κάθε όνειρο, το κάθε δάκρυ και με μία γελοία επίφαση σιγουριάς και χαριεντοσύνης ετοιμαζόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι. Το ασυνείδητο του όμως έκλαιγε ακόμα. Και ο ίδιος, κάτι είχε ψυλλιαστεί, αλλά προτίμησε, όπως συνήθιζε πάντοτε, να εμπιστευτεί την σίγουρη ασφάλεια που προσφέρουν ένα ζευγάρι χειμερινές παντόφλες συνοδεύοντας το σώμα από το κρεβάτι ίσαμε το νιπτήρα.
Φτάνοντας εμπρός στην είσοδο της τουαλέτας για μια στιγμή του καρφώθηκε σαν σφήνα στο μυαλό πως αυτή η κίνηση , κρεβάτι-τουαλέτα, συμβαίνει από πάντα και για πάντα. Όμως λίγο πριν τον φοβίσει η σκέψη του, έφτασε αντίκρυ στον καθρέφτη. «Κάτι πρέπει να κάνεις, γιατί στο τέλος θα χαζέψεις τελείως» μουρμούρισε προς το είδωλό του, το οποίο δεν ανταποκρίθηκε. Όχι βέβαια πως περίμενε κάποια συγκεκριμένη απάντηση, αλλά να, είναι μερικά πρωινά που δεν ξέρει πια σε τι να πιστέψει κανείς. Τέτοιου είδους ακριβώς ήταν τούτο το πρωινό.
Δίδυμος Ρόρος
(Αντι-διηγήματα .2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου