Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Το επίφοβο κενό


Μια απεργιακή πορεία χιλιάδων ανθρώπων αντιμετωπίζει τη βαναυσότητα των ΜΑΤ με αποτέλεσμα πολλούς σοβαρά τραυματίες και έναν άνθρωπο τριάντα χρόνων, τον Γιάννη Καυκά, σε κρίσιμη κατάσταση στην εντατική. Στη συνέχεια οργανώνεται πορεία εναντίον της αστυνομικής βίας και των ρατσιστικών επιθέσεων στο κέντρο της Αθήνας. Και, κάποια στιγμή, μια ομάδα κρετίνων αποφασίζει να παίξει πόλεμο με την αστυνομία περνώντας μέσα από τον κόσμο μιας λαϊκής αγοράς. Αποτέλεσμα; Τραυματίες με σοβαρά εγκαύματα και ένας άνθρωπος στα πρόθυρα του θανάτου από εισπνοή τοξικών αερίων. Πώς να χωρέσουν άραγε όλες αυτές οι στιγμές σε μια αφήγηση της παρούσας κατάστασης; Πώς να χωρέσουν τόσα συντρίμμια το νόημα που θα ήθελε να τους δώσει ο καθένας μας;

Αυτό τον καιρό καταλαβαίνω κάπως περισσότερο όλους εκείνους που τηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι στον δημόσιο σχολιασμό και στην έκφραση θέσης. Ακόμα και εκείνους που ισχυρίζονται ότι σε αυτούς τους καιρούς ο πρώτος λόγος «πρέπει να ανήκει στους ειδικούς» και όλοι εμείς οι υπόλοιποι καλό θα ήταν «να κάνουμε απλώς τη δουλειά μας».

Καταλαβαίνω, δίχως βεβαίως να συμφωνώ. Είναι σίγουρα πιο ανακουφιστικό να γράφεις μια επιφυλλίδα για τις μεταφορές στον Σεφέρη ή ένα άρθρο για τις υποθετικές κρίσεις στον Καντ, από το να αγγίζεις μια πραγματικότητα που μοιάζει συχνά με παραλήρημα. Και μάλλον λέμε ψέματα στον εαυτό μας ότι ετούτη η πραγματικότητα μπορεί να πιαστεί από κάπου, ότι μπορούμε να εξηγήσουμε την τάση ή το γενικό πλάνο των εξελίξεων. Τα ίδια τα γεγονότα έρχονται να στραπατσάρουν με αναίδεια θεωρήματα και διανοητικές κατασκευές. Τα γεγονότα ως πολλαπλασιαστές απορίας και επιταχυντές της διάλυσης των όποιων βεβαιοτήτων χτίστηκαν την προηγουμένη.

Μια τέτοια όλο και πιο αγριεμένη πολυπλοκότητα δημιουργεί εκνευρισμό και αμήχανες αποσιωπήσεις. Σα να έχουμε πλέον διαβεί το κατώφλι όπου «όλα είναι δυνατά». Και πάντως δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε. Βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μεταβολές για τις οποίες είμαστε απροετοίμαστοι. Τα όσα, ας πούμε, κυοφορούνται εδώ και καιρό στην αθηναϊκή μητρόπολη προαναγγέλλουν ένα παρόμοιο αινιγματικό κακό, για το οποίο μάλλον δεν διαθέτουμε το κατάλληλο όνομα. Θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε άνοδο της απανθρωπιάς. Ή, αλλιώς, μια συνθήκη πανικόβλητης εχθροπάθειας. Η επένδυση αυτής της εχθροπάθειας στον ρατσισμό του μαχαιροβγάλτη ή στους φετιχισμούς της αντεκδίκησης μπορεί να συνιστά απλώς την εξωτερική περίμετρο που αποκρύπτει μια ολόκληρη «τοπογραφία του φόβου», για να δανειστώ την εύστοχη έκφραση της Λίλας Λεοντίδου.

Ποια σχέση έχει άραγε αυτή η διογκωμένη εχθροπάθεια με την αίσθηση αδυναμίας και ταπείνωσης των ανθρώπων; Να ίσως το πιο άβολο ερώτημα για το άμεσο μέλλον. Και είναι το πιο δύσκολο ερώτημα, διότι μέρα τη μέρα αποκαλύπτεται ότι υπάρχει αδυναμία να αναπαραστήσουμε τον αντίπαλο και τη σχέση μας μαζί του. Όσο μάλιστα περισσότερο ακατανόητη γίνεται η σύσταση των παθών και των συναισθημάτων που κυκλοφορούν στον αέρα, τόσο μεγαλώνει και ο πειρασμός της παραγνώρισής τους.

Η εχθροπάθεια, το φάντασμα της συνωμοσίας, η αφελής προσωποποίηση του πολιτικού κακού, όλα αυτά δείχνουν ότι δεν λειτουργεί πλέον (μια ή άλλη) κοινωνική αναπαράσταση των κινδύνων και των δυνατοτήτων αλλά μια σειρά κρότων, απότομων σιωπών και αιφνιδιασμών. Αυτή η ακολουθία σπασμών στο κενό κοινωνικής αντιπροσώπευσης και συμβολικής αναπαράστασης της «εξόδου από την κρίση» φτιάχνει κάτι βουβό και επίφοβο. Από τη βουβαμάρα της ξεκούρδιστης ζωής προκύπτει και το κραυγαλέο, η μετατροπή δηλαδή της κοινωνικής κρίσης σε σκηνικό ενός μακάβριου χάπενινγκ όπου όλα πια μπορείς να τα περιμένεις.

Τι κυοφορεί άραγε αυτό το σκοτεινό χάπενινγκ; Θεωρητικά, πάντοτε, όλα είναι ανοιχτά για το καλύτερο ή για το χειρότερο. Μέχρις στιγμής ωστόσο η παρτίδα τείνει προς το χειρότερο. Εννοώ συγκεκριμένα την εκκόλαψη ενός (αντι)πολιτικού πρωτογονισμού με ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Η ιδιομορφία της συγκυρίας ευνοεί εμφανώς την εδραίωση ενός χώρου μνησίκακης εκκαθάρισης, ενός χώρου ο οποίος ήδη λειτουργεί ως το αρνητικό είδωλο της αντισυστημικής δυσαρέσκειας.

Προσοχή όμως: αυτό το αρνητικό είδωλο δεν είναι απλώς η παρωδία και η ιδεολογική φενάκη που προορίζεται να διαλυθεί με το «βάθεμα της κρίσης» και την αποτίναξη κάποιων ψευδαισθήσεων. Ήδη έχει γίνει φανερό ότι οι φορείς του μπορεί να ιδιοποιούνται τα πάντα και να «γίνονται τα πάντα» διαστρέφοντας νοήματα και σημασίες. Τα λεξιλόγια της άμεσης δημοκρατίας, της αυτοοργάνωσης του απλού πολίτη, της ρήξης με τον ελιτίστικο καθεστωτισμό, όλα αυτά μπορεί να γίνονται εργαλεία της ίδιας της «ριζοσπαστικοποιημένης» ακροδεξιάς. Και μάλιστα αυτή η τελευταία επιδιώκει να καθορίσει το πεδίο της σύγκρουσης με τους δικούς της κυνικούς όρους. Επειδή κινείται με άνεση εντός της «τοπογραφίας του φόβου» μπορεί να εμφανίζεται συγχρόνως ως κορύφωση του ηθικού αναβρασμού και ως άσβεστη επιθυμία για αστυνομία, ως εξέγερση του πολίτη και ως λαχτάρα για εκείνη την «ακλόνητη» τάξη που θα τερματίσει το χάος από το οποίο και η ίδια τρέφεται. Ξεκινώντας από την ιδέα της γενικής παλιανθρωπιάς και της καθολικής απάτης, τούτη η ακροδεξιά «ριζοσπαστικοποίηση» γνωρίζει να κολυμπά καλύτερα από όλους τους αριστερούς στα βαλτώδη της κρίσης.

Ίσως λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακροδεξιά αντιστροφή των αξιών, σε εκδοχές οργής οι οποίες μεταφράζουν τον πιο παράδοξο από όλους τους εξτρεμισμούς: τον εξτρεμισμό του νοικοκύρη, την έκτακτη πολεμική κινητοποίηση των ίδιων των «κοινών τόπων» τους οποίους ακούει κανείς στα λεωφορεία και στα ταξί.

Δεν έχουμε φτάσει, ακόμα, σε ένα τέτοιο σημείο. Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι δεν θα πλησιάσουμε, και ίσως σύντομα, προς τα εκεί. Όσες απαντήσεις για το χρέος και το Μνημόνιο και αν κατατεθούν στις ημερίδες της Αριστεράς.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

enthemata.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια :