Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Φερεντινάτα της Κεφαλονιάς, από μικροαστική οικογένεια. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο με χίλιες στερήσεις, γράφτηκε φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Από την περίοδο αυτή αρχίζει μια αξιόλογη επαναστατική κοινωνική δραση. Η δραστηριότητα του προκαλεί την συμπάθεια του κόσμου και την οργή των κρατικών αρχών.
Από ιδιοσυγκρασία χαρακτήρας επαναστατικός συγκέντρωνε όλες τις ριζοσπαστικές παραδόσεις της Κεφαλονιάς (αγροτικές εξεγέρσεις, επαναστάσεις, ριζοσπαστισμό, αναρχία, σοσιαλισμό.
Εκδίδει την εφημερίδα «Ανάστασις» (1900 -1907) στην Κεφαλονιά και ιδρύει λαϊκό αναγνωστήριο με το όνομα «Η ισότης». Στις εκλογές του 1906 παραλίγο να βγει βουλευτής. Οι κυριότεροι συνεργάτες του ήταν ο ράφτης Σπ. Αρσένης, ο διάκος Ι. Κονιδάρης και ο Καγγελάρης (καλόγερος).
Στο πρόγραμμα του που δημοσίευσε στην Ανάσταση γράφει ανάμεσα σ’ άλλα:
«Ζητούμεν την παγκόσμιον ελευθερίαν – ισότητα – αδελφότητα… Θέλομεν την κατάργησιν των φυλών και των πατρίδων, την κατάργησιν των αφεντών και των δούλων:
Ζητούμεν μιαν πατρίδα περιλαμβάνουσαν σύμπασαν την ανθρωπότητα, μια τάξιν ανθρώπων, την των εργαζομένων και αδελφών, απολαμβανόντων ίσα δικαιώματα και εχόντων τα αυτά καθήκοντα».
Σε άλλο σημείο του προγράμματός του ζητά την «κατάργησιν» της στρατιωτικής θητείας εντελώς.
Το 1902 οι αρχές έκλεισαν την εφημερίδα «Ανάσταση» και τον προφυλάκισαν. Τότε κατέβηκαν στο Αργοστόλι 80 ένοπλοι χωρικοί από τα Δειλινάτα και τον απελευθέρωσαν.
Ο Αντύπας δεν έκρυβε την αναρχική του στάση του και το πάθος του για την επανάσταση όσο κι αν η πλαστογραφημένη ιστορία του φόρεσε την ακίνδυνη μάσκα του μεταρρυθμιστή. Το 1906 βάφτισε το κοριτσάκι του φίλου του Διονύση Ντανάλη στα Φερεντινάτα και το ονόμασε Αναρχία – όνομα που αργότερα μετατράπηκε ανεπίσημα σε Ανά, για να μην ερεθίζονται οι χωροφύλακες. Τον ίδιο χρόνο, στο χωριό Χαμόλακκο βάφτισε το κοριτσάκι ενός βοηθού του πατέρα του και το ονόμασε Επανάσταση.
Οι ιδέες που προπαγάνδιζε στην εφημερίδα του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αναρχοσοσιαλιστικές. Επηρεασμένες όμως από τις συνθήκες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν άμεσα οι καταπιεσμένοι της εποχής εκείνης.
Μέχρι το 1906 η δράση του περιορίζεται στους εργάτες της Κεφαλονιάς, της Αθήνας και του Πειραιά.
Από το 1906 όμως αφήνει τους εργάτες και γίνεται σημαιοφόρος των αγροτικών δικαίων. Πηγαίνει στη Θεσσαλία και δουλεύει επιστάτης στα κτήματα του θείου του Σκιαδαρέση. Ο Σκιαδαρέσης ήταν συνεταίρος με τον τσιφλικά Μεταξά. Ο Αντύπας δίνει διαλέξεις στα χωριά προπαγανδίζοντας την αναγκαστική απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Η δραστηριότητά του έχει και συγκεκριμένα αποτελέσματα: πείθει και το θείο του να μοιράσει τα τσιφλίκια του.
Οι τσιφλικάδες άρχισαν να ανησυχούν και σκέφτηκαν να τον ξεπαστρέψουν. Πρώτα προσπάθησαν να τον τρομοκρατήσουν. Μέσω της Νομαρχίας τού γίνανε «συστάσεις» να πάψει την προπαγάνδα του καθώς και «παρατηρήσεις» από την αστυνομία. Κινητοποίησαν και τον μεγάλο υποστηρικτή τους, τον βουλευτή Αγαμέμνονα Σλήμαν, που τον κατάγγειλε στις αρχές σαν κακοποιό και αναρχικό.
Ο Αντύπας, όμως, δεν ήταν από τους ανθρώπους που τρομοκρατούνται. Μόλις ανακάλυψε τον μηνυτή του κατέβηκε στην Αθήνα. Βρήκε τον Σλήμαν στην πλατεία Συντάγματος και του ζήτησε εξηγήσεις. Ο Σλήμαν υπήρξε θρασύς και τότε ο Αντύπας τον χαστούκισε δημόσια. Στις 19.9.1906 κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου και καταδικάστηκε σε 20 μέρες φυλακή. Όμως τα πρακτικά της δίκης που δημοσιεύτηκαν στον τύπο είχαν μεγάλη απήχηση στους αγρότες που τα διάβασαν.
Μετά από αυτό, δεν έμενε στους τσιφλικάδες τίποτα άλλο. Χρησιμοποίησαν σαν όργανο τον Γιάννη Κυριάκο μπιστικό του Αριστείδη Μεταξά. Έτσι, στις 9 Μάρτη 1907 ο Μαρίνος Αντύπας έπεφτε νεκρός στον Πυργετό, πυροβολημένος πισώπλατα από τον έμμισθο φονιά.
Δημοσιεύτηκε στη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 23, Μάρτιος 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου