Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011
Η Νεράιδα του Δάσους
Περπατούσα μόνος ανάμεσα στα σιωπηλά δέντρα,νιώθοντας τις χλιαρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν πάνω μου, να μουσκεύουν τα μαλλιά μου και να σχηματίζουν μικρά ρυάκια γλιστρώντας σιγά σιγά πάνω στα μάγουλά μου. Η βροχή μύριζε σα χορτάρι, ή ίσως η οσμή του υγρού φρέσκου χώματος μου θύμιζε τη βροχή. Όπως και να 'χει, δεν υπήρχε άλλος εκτός από μένα για να γευτεί τη μυρωδιά. Όλοι με είχαν εγκαταλείψει, όλοι εκτός από τις σκέψεις μου, που μ' ακολουθούσαν όπως κι εγώ ακολουθούσα το μονοπάτι, με σιγουριά και σεβασμό συγχρόνως.
Κατά κάποιο τρόπο μάλιστα οι σκέψεις αυτές είχαν μια παρουσία εντονότερη από κάθε τι χειροπιαστό, και παραμέριζαν τα πάντα στην άκρη της συνείδησής μου. Το αδιάκοπο σφυροκόπημα της βροχής πάνω στα έλατα, τη γη και το δέρμα μου έμοιαζε απόκοσμο, σα να προερχόταν από κάπου πολύ μακριά. Αν ήμουν στεγνός, θα ορκιζόμουν πως ήταν ψεύτικο.
Παραμερίζοντας ανούσιες φαντασίες σαν κι αυτές, προσπάθησα γι άλλη μια φορά να ξεδιαλύνω το απεχθές αυτό κουβάρι σκέψεων που αντίκρυζα όποτε έκλεινα τα μάτια. Δεν ήξερα γιατί βρισκόμουν εκεί, όχι. Ούτε ήξερα γιατί συνέχιζα να περπατάω, ή πού θα με οδηγούσε το μονοπάτι. Με είχε κυριεύσει όμως μια ακαθόριστη αίσθηση προσμονής, και τα μουρμουρητά της ήταν που υπαγόρευαν τα βήματά μου. Ήταν η πλήρης βεβαιότητα πως κάτι σημαντικό θα συμβεί, πλήρης σαν τη μαγεία που ασκούν οι προβολείς του αυτοκινήτου στο ελάφι και σαν την έκσταση της πυγολαμπίδας όταν την αγκαλιάζουν οι φλόγες. Βέβαια κανείς δε μου υποσχόταν πως το επικείμενο γεγονός θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο για μένα απ' ότι η φωτιά για την πυγολαμπίδα, αλλά πάλι κανείς δεν υποσχόταν τίποτα και στην πυγολαμπίδα.
Τότε ήταν που άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι της. Στην αρχή δεν το είχα προσέξει, συγχέοντάς το με τον ήχο του ανέμου που χαϊδεύει τα φύλλα. Όσο πλησίαζα όμως -- γιατί τώρα ήμουν σίγουρος ότι κάπου πλησίαζα -- αυτό κέρδιζε συνεχώς σε δύναμη και ομορφιά. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είχε ξεπεράσει σε ένταση το υψίσυχνο σφύριγμα του αέρα, είχε πνίξει το μελωδικό πλατσούρισμα της βροχής... με είχε κυριεύσει. Όταν αργότερα με ρωτούσαν, το περιέγραφα σα μια μεικτή χορωδία αγγέλων και δαιμονικών να τραγουδά μόνο μιά νότα, μιά νότα που ήταν συγχρόνως θρήνος και έκσταση, που ο νους δε μπορούσε να τη συλλάβει αλλά μόνο να τη ζήσει· γιατί καθώς ένιωθα τα περάσματά της ν' αγγίζουν την ψυχή μου και τις κορώνες τις να διαπερνούν το μυαλό μου, ήξερα πως αυτό το τραγούδι δεν ήταν ανθρώπινο, μα κάτι παραπάνω...
Άξαφνα, φτάνοντας στην κορυφή ενός λασπωμένου υψώματος, είδα και την ίδια. Αν και καθόταν πάνω στον πεσμένο κορμό μιας βελανιδιάς, το παράστημά της παρέπεμπε σε βασίλισσα που κάθεται στο θρόνο της. Τ' ολόλευκο φόρεμα που αγκάλιαζε το κορμί της αρχίζοντας από τους ώμους και φτάνοντας μέχρι τους λεπτοκαμωμένους αστραγάλους της μου θύμισε κύκνο· μόνο που καμιά βασίλισσα δε μπορούσε να έχει τόση χάρη, και κανένας κύκνος δεν ήταν τόσο όμορφος. Τα χρυσοκόκκινα σγουρά μαλλιά της χύνονταν ατίθασα πάνω στους ώμους της, περιβάλλοντας σα φωτοστέφανο αγγέλου ένα πρόσωπο τόσο τέλειο που έμοιαζε βγαλμένο από παραμύθι. Σταμάτησα παραπατώντας κι έμεινα άφωνος να την κοιτάω, μ' ένα παιδικό χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου.
Το σώμα μου είχε παραλύσει· η καρδιά μου χτυπούσε σα δαιμονισμένη, τόσο δυνατά που νόμιζα πως άκουγα εντονότερα τον ήχο της παρά τον αέρα που ολοένα και δυνάμωνε. Η οπτασία -- τι άλλο μπορεί να ήταν; -- συνέχιζε να τραγουδά με τα μάτια κλειστά, ενώ μέσα μου η ηδονή των αισθήσεων πάλευε με το φόβο του υπερφυσικού. Έκανα την αμυδρή σκέψη πως σίγουρα ονειρεύομαι, είμαι αναίσθητος σ' ένα λασπωμένο μονοπάτι κι όλα αυτά τα φαντάζομαι. Ή ακόμα ότι κάτι μου συνέβη κι αυτός είναι ο παράδεισος· μα ναι, η αψεγάδιαστη ομορφιά της μόνο σ' έναν άγγελο θα μπορούσε ν΄ανήκει. Γονάτισα· η βροχή είχε σταματήσει, μα τώρα το χώμα ποτιζόταν απ' τα σιωπηλά μου δάκρυα.
Νομίζω ότι εκείνη αισθάνθηκε την παρουσία μου τότε, ή ίσως απλά να με είχε ακούσει. Χωρίς καμιά προειδοποίηση είδα, η μάλλον ένιωσα, μια εκτυφλωτική λάμψη να με διαπερνά απ' άκρη σ' άκρη, σβήνοντας τη μορφή της από τα μάτια μου μα όχι κι απ' το μυαλό μου. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι τα βλέφαρά της ν' ανασηκώνονται και τα μάτια της να μου χαρίζουν ένα ανεκτίμητο χαμόγελο...
Φαντάζομαι πως από καθαρή τύχη με βρήκαν στο δάσος το ίδιο βράδυ. Εγώ σίγουρα δε θα είχα καταφέρει να βγω απ' αυτό μόνος μου. Ανακουφίστηκαν όταν με είδαν, βέβαια, μα κανείς τους δεν πίστεψε την ιστορία μου· ούτε τότε, μα ούτε και μέχρι σήμερα. Μόνο μια φορά, μετά από πολλά χρόνια, ο εγγονός μου μου είπε ότι, όπως λέει το παραμύθι, η οπτασία που συνάντησα εκείνη τη μέρα ήταν η νεράιδα του δάσους, που η ομορφιά της τυφλώνει όποιον άτυχο ρίξει το βλέμμα του πάνω της. Χαϊδεύοντας τα σγουρά του μαλλιά, χαμογέλασα και του απάντησα πως έβλεπα μια χαρά. Κι αν τα πάντα γύρω μου φαινόντουσαν μαύρα, αυτό συνέβαινε γιατί δεν ήταν όμορφα. Τα πάντα, εκτός από κείνη...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
3 σχόλια :
Πολύ καλό
με κάνατε και έβγαλα την κούραση της μέρας!μακάρι να δω καιενα καλό όνειρο το βράδυ!
καλό.
Δημοσίευση σχολίου