Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Αναζωπυρώνεται η αρχέγονη διαμάχη Αριστεράς - Δεξιάς

Όλα δείχνουν ότι αναζωπυρώνεται η αρχέγονη διαμάχη μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, όχι όμως με τους όρους, την ορολογία και τον τρόπο που την γνωρίσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, αλλά με έναν τρόπο πιο –ας μου επιτραπεί η έκφραση– σκληρό, που παραπέμπει, κατά κάποιο τρόπο, στην Ελλάδα της Κατοχής και του εμφυλίου.

Τις τελευταίες ημέρες αναπτύσσεται μια συζήτηση περί της κοινής καθόδου στις επερχόμενες εκλογές των – λεγόμενων και, κυρίως, αυτοπροσδιοριζόμενων – φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Να συνενωθούν δηλαδή όλοι όσοι προκρίνουν ως μονόδρομο την παραμονή μας στο ευρώ και την ευρωπαϊκή ένωση, να κατεβάσουν ένα κοινό ψηφοδέλτιο και να αποτελέσουν το αντίπαλο δέος στην αριστερή πρόταση εξουσίας, που οραματίζεται ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με αυτούς που διακινούν αυτή την πρόταση, τα κόμματα που είναι εξ ορισμού φιλοευρωπαϊκά και θα μπορούσαν να συμμετέχουν σε αυτή την προσπάθεια είναι το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, καθώς και τα διάφορα μικρά φιλελεύθερα κόμματα τα οποία δεν κατάφεραν να μπουν στη βουλή αλλά, αθροιζόμενα, έχουν ένα ποσοστό όχι ευκαταφρόνητο (κυκλοφορούν και κάποιες εκδοχές λίγο διαφορετικές που είτε προσθέτουν είτε αφαιρούν κάποια κόμματα, αλλά, ως προς την ουσία του εγχειρήματος, δεν νομίζω ότι αλλάζει κάτι).

Μολονότι οι πιθανότητες να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο σενάριο είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες, νομίζω ότι αξίζει να ασχοληθούμε μαζί του. Γιατί; Διότι δείχνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις διεργασίες που συντελούνται στην κοινωνία μας, και οι οποίες είναι εξαιρετικά δυναμικές, πρωτόγνωρες για τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά πάνω απ’ όλα δείχνουν ότι αναζωπυρώνεται η αρχέγονη διαμάχη μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, όχι όμως με τους όρους, την ορολογία και τον τρόπο που την γνωρίσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, αλλά με έναν τρόπο πιο –ας μου επιτραπεί η έκφραση– σκληρό, που παραπέμπει, κατά κάποιο τρόπο, στην Ελλάδα της Κατοχής και του εμφυλίου.

Η διακυβέρνηση της αριστεράς, που για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά ένα ενδεχόμενο που συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες πραγματοποίησης, θορύβησε πολλούς. Ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κόμμα που ομνύει στη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως το ΚΚΕ, αλλά ένα κόμμα της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς, έκανε ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού, που όλα τα προηγούμενα χρόνια το είχε ταυτίσει με τους –σύμφωνα με τη Μανδραβέλεια διάλεκτο– μπαχαλάκηδες, να ανατριχιάσει.

Κυρίως όμως, αυτή που ανατρίχιασε ήταν η αστική τάξη της χώρας. Βιομήχανοι, επιχειρηματίες, εφοπλιστές και, πάνω απ’ όλα, οι βαρόνοι των μέσων ενημέρωσης έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο πόλεμο αποδόμησης της εικόνας του ΣΥΡΙΖΑ (την πρόταση του προέδρου του ΣΕΒ για κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, την θεωρώ ένα επιτυχημένο αστείο). Για πολλούς και διάφορους λόγους.

Σίγουρα κάποιοι από αυτούς που αντιδρούν το κάνουν όχι μόνο γιατί είχαν μάθει να παρασιτούν εις βάρος του δημοσίου και τώρα βλέπουν τις διόδους προς τα κρατικά ταμεία να κλείνουν αλλά και γιατί είχαν μάθει να συγ-κυβερνούν, να έχουν λόγο σε κάθε απόφαση, μικρή ή μεγάλη, που αφορά στον τόπο, κι είναι αυτονόητο ότι σε μια ενδεχόμενη κυβέρνηση της αριστεράς αυτό το «προνόμιο» θα αποτελέσει παρελθόν. Βέβαια, δεν πρέπει και δεν μπορούμε να αποδώσουμε σε όλους δόλο. Υπάρχει και ένα κομμάτι της αστικής τάξης το οποίο αντιδρά διότι διαφωνεί ιδεολογικά με μια κυβέρνηση της αριστεράς και θεωρεί –μάλλον όχι άδικα – ότι θα είναι βλαπτική για τα συμφέροντά της.

Όποιος έχει μελετήσει, έστω στοιχειωδώς, την περίοδο της δεκαετίας του ’40, θα γνωρίζει ότι με τον ίδιο πάνω-κάτω τρόπο αντέδρασε και η αστική τάξη της εποχής στην εμφάνιση του ΕΑΜ. Λοιδορία, απαξίωση, καταστροφολογία για τις συνέπειες της άφρονος στάσης του, που θα οδηγήσει το λαό σε μεγάλες περιπέτειες κλπ, κλπ, κλπ. Δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε.

Οι λογικές των αστικών τάξεων είναι διαχρονικές, διαφοροποιούνται ελάχιστα από τις συνθήκες ή τις εποχές και, πάνω απ’ όλα, έχουν ως άξονα την επιβίωση της ίδιας της τάξης τους και όχι του λαού. Δεν είναι, όμως, μόνο οι λογικές και τακτικές των αστικών τάξεων που δεν διαφοροποιούνται.

Το ίδιο συμβαίνει και με τους δοκιμαζόμενους λαούς οι οποίοι, κάθε φορά που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης, αφήνουν στην άκρη τις μειλίχιες συμπεριφορές, σταματούν να είναι πειθήνιοι και ριζοσπαστικοποιούνται, αδιαφορώντας για τις νουθεσίες, τις προτροπές ή τους εκφοβισμούς που αφειδώς σκορπούν οι εκάστοτε ελίτ –βλέπετε, η ανάγκη για φυσική επιβίωση υπερτερεί οποιουδήποτε άλλου επιχειρήματος.

Είναι γεγονός ότι η δεκαετία του ’40 με το σήμερα έχει ελάχιστες ομοιότητες. Όμως, σιγά σιγά αναδύονται στην επιφάνεια κάποια κοινά χαρακτηριστικά τα οποία δύνανται να συνδέσουν τις δυο –φαινομενικά εντελώς αταίριαστες– εποχές. Καταρχήν, όπως και τότε έτσι και τώρα, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είτε έχουν εξαθλιωθεί είτε οδηγούνται προς την εξαθλίωση.

Κατά δεύτερον, όπως κατά τη διάρκεια της Κατοχής εμφανίστηκε από το πουθενά το ΕΑΜ για να δώσει δύναμη και ελπίδα στον δοκιμαζόμενο πληθυσμό, έτσι και σήμερα, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, εμφανίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, που μπορεί να μην είναι αυθεντικό προϊόν της κρίσης, όπως ήταν το ΕΑΜ, μιας και σαν κόμμα υπάρχει αρκετά χρόνια, όμως το απότομο μεγάλωμά του και η μετάλλαξή του από ένα κόμμα που παλεύει μονίμως για την επιβίωσή του σε κόμμα εξουσίας, είναι κάτι που, αδιαμφισβήτητα, οφείλεται στις ειδικές συνθήκες που βιώνουμε σήμερα.

Ξέρω ότι κάποιοι, και μόνο στην ιδέα ότι προσπαθώ να παραλληλίσω το ΕΑΜ και τον ΣΥΡΙΖΑ, θα με χαρακτηρίσουν ιερόσυλο. Όμως, αν αφήσουμε έξω το συναίσθημα και προσεγγίσουμε το ζήτημα με την ψυχρή λογική, θα διαπιστώσουμε ότι οι ομοιότητες είναι αρκετές. Ακόμη κι αν η δυναμική του ΕΑΜ με του ΣΥΡΙΖΑ δεν δύνανται να συγκριθούν, οι δυο αυτοί σχηματισμοί παρουσιάζουν αρκετά ακόμη κοινά χαρακτηριστικά. Παραδείγματος χάρη, όπως το ΕΑΜ δεν είχε στελεχωθεί από ανθρώπους αποκλειστικά αριστερών πεποιθήσεων, το αυτό συμβαίνει σήμερα και με τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Και βάσει των όσων διάβασα αλλά και από προσωπική εμπειρία, γνωρίζω ότι πολλοί άνθρωπου που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ το έκαναν όχι γιατί έλκονται από τη γενικότερη ιδεολογία του αλλά ως λύση ανάγκης. Κι αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο το ΕΑΜ όσο και ο ΕΛΑΣ, παρότι ήταν δημιουργήματα του ΚΚΕ, ενσωμάτωσαν στις τάξεις τους πλήθος ανθρώπων από όλες τις παρατάξεις. Είτε μας αρέσει είτε όχι, όταν κάποιος κινδυνεύει να πνιγεί ψάχνει για μια οποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας και όχι για μια σανίδα που θα είναι πιο κοντά στα –ιδεολογικά– γούστα του.

Θα μπορούσα να καταθέσω αρκετές ακόμη ομοιότητες του τότε με το σήμερα αλλά, μιας και δεν νομίζω ότι θα προσθέσει κάτι εξαιρετικό στην όλη κουβέντα, δεν θα το κάνω. Θα σταθώ όμως σε μια ομοιότητα, που αποτέλεσε την αφορμή γι’ αυτό το άρθρο: Τον διχασμό της κοινωνίας σε δυο στρατόπεδα. Αυτό, νομίζω, είναι που χαρακτήριζε όλη την δεκαετία του ’40, αλλά χαρακτηρίζει, εξίσου, και την εποχή που διανύουμε σήμερα. Πλέον οδηγούμαστε, με μαθηματική ακρίβεια, σε μια σύγκρουση μανιχαϊστικής λογικής. Περιθώρια για άλλες δυνάμεις πέραν των δυο, δεν υπάρχουν.

Όσοι στέκονται στο μέσο είτε θα συνθλιβούν είτε θα αναγκαστούν να προσχωρήσουν σε κάποιο από τα δυο στρατόπεδα. Το αρχέγονο δίπολο δεξιά-αριστερά, που για πολλά χρόνια βρισκόταν σε χειμερία νάρκη, δείχνει να ξυπνάει, βρυχώμενο.

Από τη μια πλευρά στέκεται η δεξιά, που τώρα είναι πιο εκσυγχρονισμένη και περισσότερο διευρυμένη ιδεολογικά, δεν ομνύει (αποκλειστικά) στην πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια αλλά, κυρίως, στην οικονομία της αγοράς, ενώ έχει καταφέρει να ενσωματώσει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχοντας ως πρόταγμα την φιλοευρωπαϊκή της διάσταση. Από την άλλη πλευρά, η αριστερά, που και αυτή έχει αλλάξει αρκετά σε σχέση με αυτήν της δεκαετίας του ‘40, αφού δεν ομνύει πια στη δικτατορία του προλεταριάτου αλλά προτείνει/προκρίνει ένα μικτό σύστημα οικονομίας, εξακολουθεί να πορεύεται με κύριο άξονα την προστασία των φτωχών και των κατατρεγμένων.

Μόνο που τούτη τη φορά τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει είναι περισσότερα και πιο σύνθετα. Το κυριότερο από αυτά είναι ότι δεν έχει πλέον το ηθικό/ιδεολογικό πλεονέκτημα που είχε η αριστερά της Κατοχής και του εμφυλίου. Όσο κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΚΚΕ και δεν είναι υποχρεωμένος να απολογείται για την αποτυχία του σοσιαλιστικού πειράματος, στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους του κόσμου αυτή η αποτυχία τον βαραίνει. Μόνο τυχαίο δεν είναι άλλωστε ότι οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν ότι θα μας μετατρέψει σε Βόρεια Κορέα ή Κούβα.

Από τώρα και μέχρι τις εκλογές η σύγκρουση θα κλιμακώνεται ραγδαία. Η παράταξη της δεξιάς θα ενισχύεται καθημερινά και από τους συμμάχους της στο εξωτερικό. Η κινδυνολογία, που μέχρι τώρα αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα όπλα της, θα ενταθεί και θα ενισχυθεί και με περιποιημένες εισαγόμενες δόσεις. Όχι τυχαία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμη κι αν ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού έχει οδηγηθεί ήδη στο περιθώριο και ως εκ τούτου έχει παγιώσει τις πολιτικές/κομματικές του επιλογές, ένα ακόμη μεγαλύτερο κομμάτι το οποίο καταφέρνει, έστω με δυσκολία, να επιβιώνει, είναι αυτό που τελικά θα κρίνει τις εκλογές. Εάν η κινδυνολογία και η λογική του «υπάρχουν και χειρότερα» το επηρεάσει ή όχι, και σε ποιο βαθμό, θα φανεί στις κάλπες.

Η αριστερά, εάν θέλει να έχει πιθανότητες επιτυχίας, οφείλει, κατά την εκτίμησή μου, να κάνει δυο πράγματα, πρώτον, να πορευτεί με ρεαλισμό και να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ του εφικτού και του οράματος. Όσο κι αν η σύγκρουση είναι κάποιες φορές αναπόφευκτη και χρήσιμη, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός. Κι όποιος διαφωνεί, ας θυμηθεί που οδηγήθηκε το αριστερό κίνημα της μετακατοχικής Ελλάδας.

Δεν θέλω να κάνω μαθήματα ιστορίας, αλλά δεν έχω βρει κανέναν άνθρωπο που να γνωρίζει στοιχειωδώς τα της συγκεκριμένης εποχής και να μην αναγνωρίζει ότι η αποχή της αριστεράς από τις εκλογές του ’46 υπήρξε η απαρχή της καταστροφής της. Δεύτερον, εάν η αριστερά θέλει να μετουσιώσει την ψήφο διαμαρτυρίας που εισέπραξε στις προηγούμενες εκλογές σε ψήφο εμπιστοσύνης, πρέπει να μεταμορφωθεί, το συντομότερο δυνατόν, σε κόμμα εξουσίας.

Η πολυγλωσσία των συνιστωσών πρέπει να εκλείψει και να αντικατασταθεί από ένα λόγο που θα έχει ως άξονά του τον κυβερνητικό ρεαλισμό. Εάν βγαίνει ο κάθε ένας και λέει το μακρύ του και το κοντό του, προκοπή δεν πρόκειται να γίνει. Διότι καλά και άγια τα ουμανιστικά τσιτάτα και τα ηρωικά κελεύσματα περί αντίστασης των λαών και μπλα, μπλα, μπλα, αλλά αυτός που αγωνιά για το μισθό του και τη σύνταξή του, δεν νομίζω να πειστεί από τέτοιου είδους επιχειρήματα.

Δεν ξέρω ποιος θα βγει νικητής από αυτή τη μάχη. Αυτό που ξέρω είναι ότι η μάχη και προμηνύεται και θα είναι σκληρή. Εύχομαι και ελπίζω αυτή τη φορά να αντιστραφούν οι όροι και η αριστερά να μετακομίσει στο στρατόπεδο των νικητών. Κι αυτό δεν το εύχομαι στη λογική «να νικήσει η ομάδα μου». Το εύχομαι διότι πιστεύω ακράδαντα πως μια νίκη της αριστεράς θα σηματοδοτήσει εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο.

Όπως είχα γράψει και σε προηγούμενο άρθρο μου, «ο καπιταλισμός-καζίνο πνέει τα λοίσθια». Αυτό που χρειάζεται για να μας αποχαιρετήσει μια και καλή, είναι μια γερή κατραπακιά. Ας ελπίσουμε ότι αυτή την κατραπακιά θα του τη δώσει η αριστερά. Η ελληνική αριστερά.


Υ.Γ.
Ένα φίλος δημοσιογράφος, ο Αλβανικής καταγωγής Νίκο Άγκο, ο οποίος ζει και εργάζεται στη χώρα μας για περισσότερα από 20 χρόνια, ειδοποιήθηκε από τις αρχές ότι πρέπει εντός ολίγων ημερών να εγκαταλείψει τη χώρα διότι, κατά τα έτη 2007 -2008, δεν συμπλήρωσε τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων. Σημειωτέον ότι ο Νίκο τον τελευταίο καιρό έχει δεχθεί, λόγω της αρθογραφίας του, πλήθος απειλών από μέλη της χρυσής αυγής. Όλοι μας, ο καθένας με τον τρόπο του και τις δυνατότητές του, πρέπει να παλέψουμε ώστε να αποτρέψουμε αυτή την αθλιότητα.



(πηγή: tvxs.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια :