Πριν από λίγες μέρες πήγαμε στην Ν. Μεσημβρία με την ελπίδα ότι θα ζήσουμε ένα πανηγύρι αυθεντικό. Τελικά όταν φεύγαμε ήμασταν κεφάτοι και χαλαροί. Το εγχείρημα πέτυχε και οι «ασθενείς» γιατρεύτηκαν. Όχι γιατί δεν υπήρχαν οι βαρετές κοινοτοπίες αλλά γιατί η συμμετοχή (όχι παρουσία) του κόσμου ήταν καθολική και σε παρέσερνε να μπεις μέσα στο πλήθος και στους χορούς, για να επιβεβαιωθεί η παροιμία «όποιος μπαίνει στον χορό χορεύει» και έτσι, «όπως μας βαράγανε χορεύαμε». Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι η νεολαία συμμετείχε σε όλες τις εκδηλώσεις. Ήταν πολύ ευχάριστο να βλέπεις δεκάχρονα κοριτσάκια να χορεύουν με μεγάλο ζήλο και να κοιτούν τα βήματα των άλλων χορευτών για να μην κάνουν κάποιο λάθος.
Στον γυρισμό , σκεφτόμουνα ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης προέρχονται από τα χωριά, όπου η παράδοση δεν έχει εκλείψει εντελώς, όπως επίσης ότι έχουν δυνατούς δεσμούς με τον τόπο καταγωγής τους. Για πολλούς από αυτούς η πόλη μετά από πολλά χρόνια εξακολουθεί να είναι η ξενιτιά. γι αυτό και η διαφυγή και η καταφυγή στους τόπους καταγωγής τους είναι μια συναισθηματική, πνευματική και φυσική ανάγκη. Η πόλη λοιπόν οφείλει με σεβασμό και αγάπη να ανταποκριθεί στις επιθυμίες τους.
Η μη διοργάνωση από τον Δήμο εκδηλώσεων που συνήθως αναλαμβάνουν οι σύλλογοι των «απανταχού», είναι μια μαύρη τρύπα στην κοινωνική συνοχή των κατοίκων και στην συλλογικότητα της πόλης. Και δεν αναφέρομαι στις φολκλόρ εκδηλώσεις που γινόταν μέχρι τώρα, όπου σε μια σκηνή , χόρευαν υπό τύπο μαθήματος κάποια μέλη λαογραφικών συλλόγων και ο κόσμος παρακολουθούσε όπως την παράσταση στο θέατρο. Αναφέρομαι σε ένα πανηγύρι (ας μην το πούμε και αυτό Φεστιβάλ) όπου σε όλον τον άξονα της Αριστοτέλους, από την παραλία μέχρι την Αρχαία αγορά, ή σε δυο τρεις γειτονικές πλατείες του κέντρου, θα υπάρχουν πολλές ορχήστρες σε κάθε είδος δημοτικής μουσικής που θα παίζουν ασταμάτητα. Πάνω στις σκηνές, αλλά και δίπλα απ’ αυτές, μαζί με τον κόσμο. Μαζί Δυτικομακεδονικά Ραγκουτσάρια με Βλάχικα πανηγύρια , Κρητικά γλέντια και χορούς του κάμπου της Θεσσαλονίκης ή των γειτονικών νομών.
Όσο ανάγκη έχουν κάποιοι άνθρωποι να ακούσουν Τζαζ, Ροκ, Ρεμπέτικα ή άλλες μουσικές των Αστικών κέντρων, κάποιοι άλλοι (ή και οι ίδιοι) έχουν ανάγκη από μουσικές της υπαίθρου όπου μεγάλωσαν αυτοί ή οι γονείς και οι παππούδες τους.
Αλλά ας σκεφτούμε και λίγο για την παράδοση της πόλης της Θεσσαλονίκης. Έχουν γραφεί πολλά για την σχέση (ή και αντιπαλότητα) της ιστορικής μνήμης και της νεωτερικότητας. Για την Θεσσαλονίκη, κάποιες μελέτες καταλήγουν στο συμπέρασμα της ισοπέδωσης σε μεγάλο βαθμό του ιστορικού προσώπου της πόλης. Αυτές οι μελέτες ή αναφορές συνήθως αφορούν την ιστορική συνέχεια του χώρου. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι στις βιβλιοθήκες του Δήμου και στα βιβλιοπωλεία δεν είδα πολλά βιβλία που να αναφέρονται σε πολιτιστικά θέματα της παράδοσης, πριν το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στην πόλη. Η αναβίωση εθίμων που στο μεταξύ έχουν ξεχαστεί δεν είναι πάντα παρελθοντολαγνεία, αλλά δίνει ευκαιρία για αυτοσυνείδηση. Ένα παράδειγμα είναι τα καρναβάλια που διοργάνωναν οι Χριστιανοί της πόλης και τα οποία κατέληγαν στην πλατεία Ιπποδρομίου. Δεν μπορεί να μην υπήρχαν τραγούδια και χοροί. Ποια όμως και και ποιοι; Μήπως το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης θα πρέπει να συνεχίσει εκείνα τα συμπόσια που έκανε κάποτε , με θεματολογία γύρω από την πολιτιστική παράδοση της πόλης, σε τομείς που δεν έχουν ερευνηθεί επαρκώς; Μήπως πρέπει να στήσουμε γέφυρες και εδώ, Αντιδήμαρχε Πολιτισμού, κύριε Πέγκα;
Χρήστος Αποστολίδης
parallaximag.gr
.
Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011
Μέσα από εικόνες: Περί ιστορικής μνήμης και νεωτερικότητας…
Ετικέτες
ΑΛΛΗ ΟΨΗ
,
ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
,
ΕΛΛΑΔΑ
,
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου