Οι χώρες με μεγάλο ορυκτό πλούτο είναι από τις φτωχότερες του κόσμου.
Φωτογραφία: μεταλλείο χρυσού-χαλκού Grasberg, Παπούα Νέα Γουινέα
Πηγή: WALHI report on Freeport-Rio Tinto
Ο όρος «κατάρα του ορυκτού πλούτου» (Resource Curse Thesis) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Richard Auty το 1993 για να περιγράψει το εμπειρικό δεδομένο, χώρες πλούσιες σε φυσικούς πόρους να έχουν χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και πολύ υψηλότερα ποσοστά φτώχιας από χώρες που δεν διαθέτουν τέτοιους πόρους.
Έκτοτε αυτό το εμπειρικό δεδομένο – που ονομάζεται και “η κατάρα της αφθονίας” – εξελίχθηκε σε ολόκληρη οικονομική θεωρία. Οι οικονομολόγοι του Χάρβαρντ Jeffrey Sachs και Andrew Warner μελέτησαν 95 αναπτυσσόμενες χώρες των οποίων μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ προερχόταν από την εξαγωγή ορυκτών πρώτων υλών στο διάστημα 1970-1990. Βρήκαν ότι όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό εξάρτησης από την εξαγωγή πρώτων υλών, τόσο χαμηλότερη είναι η οικονομική ανάπτυξη .
Σήμερα, τουλάχιστον 14 από αυτές τις χώρες έχουν εξωτερικό χρέος μέχρι και 1,4 φορές πάνω από το ΑΕΠ τους, όταν οι διεθνείς οργανισμοί θεωρούν ότι μια χώρα είναι υπερχρεωμένη (severely indebted) όταν αυτός ο λόγος είναι (μόλις) 0.6! Κατά βάση, αυτή η οικονομική θεωρία λέει ότι οι πλούσιες σε ορυκτούς πόρους χώρες, όπως η Παπούα Νέα Γουινέα, είναι λιγότερο πιθανό να ακολουθήσουν ανοδική αναπτυξιακή πορεία από χώρες πλούσιες σε ανθρώπινο δυναμικό, όπως για παράδειγμα η Σιγκαπούρη.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που συνεργούν σε αυτό το αποτέλεσμα:
Πτώση της ανταγωνιστικότητας άλλων τομέων της οικονομίας και ειδικά του μεταποιητικού – φαινόμενο γνωστό ως «η Ολλανδική ασθένεια» – πράγμα που αφήνει την κρατική οικονομία ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών των εξορυσσόμενων πρώτων υλών. Μια οικονομία που στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις εξορυκτικές βιομηχανίες δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Από τη στιγμή που οι τιμές θα πέσουν ή το μεταλλείο θα εξαντληθεί, οι μεγάλες επιχειρήσεις του είδους αφήνουν πίσω τους ανέργους και μεταλλευτικές κοινότητες σε τροχιά ταχείας οικονομικής κατάρρευσης.
Πτώση των επενδύσεων στην εκπαίδευση. Οι χώρες που στηρίζονται στη μεταλλευτική βιομηχανία τείνουν να παραμελούν την εκπαίδευση του πληθυσμού, γιατί δεν την θεωρούν άμεσα απαραίτητη. Σε αντίθεση, οι χώρες που δεν διαθέτουν φυσικό πλούτο όπως η Ταϊβάν ή η Νότια Κορέα, επενδύουν πολύ στην εκπαίδευση και αυτό έχει συμβάλλει πολύ στην οικονομική τους επιτυχία (βλέπε Τίγρεις της Ανατολικής Ασίας).
Μικρή συνεισφορά στην απασχόληση. Οι εξορυκτικές βιομηχανίες είναι δραστηριότητες έντασης κεφαλαίου (παραγωγή με καλύτερη εκμετάλλευση του επενδεδυμένου κεφαλαίου και τη μικρότερη δυνατή χρήση εργατικού δυναμικού), χωρικά συγκεντρωμένες (διότι εξαρτώνται άμεσα από την ύπαρξη και δυνατότητα εκμετάλλευσης ενός συγκεκριμένου φυσικού πόρου) και κάθετα οργανωμένες (δηλαδή η εργασία και τα οικονομικά οφέλη δεν διαχέονται οριζόντια σε μεγαλύτερες ομάδες του πληθυσμού). Η καθοδική τάση στην απασχόληση στο μεταλλευτικό τομέα είναι παγκόσμια τάση. Στις ΗΠΑ μεταξύ του 1970 και του 2003 έπεσε κατά 68% – είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι στην ίδια περίοδο, η παραγωγή χρυσού πενταπλασιάστηκε. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης αντικατάστασης του εργατικού δυναμικού από μηχανές. Έτσι η εξόρυξη έχει γίνει πιο αποτελεσματική και η παραγωγή αυξάνεται, αλλά αυτό γίνεται σε βάρος των θέσεων εργασίας.
Περιορισμένα έσοδα από τη μεταλλευτική βιομηχανία. Το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο είναι αυτό της εξόρυξης και εξαγωγής προς τις χώρες του πυρήνα της παγκόσμιας οικονομίας- τις ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά- και όχι της χρήσης των εσόδων προς όφελος των παραγωγών χωρών. Η επιβολή ειδικών νόμων για τις μεταλλευτικές επενδύσεις (κατ’επιταγήν της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) στερεί από τις Κυβερνήσεις των παραγωγών χωρών από το δικαίωμά τους να επιβάλλουν (μεταξύ άλλων) δίκαιους φόρους στις μεταλλευτικές εταιρείες, να περιορίσουν την πρόσβασή τους σε γη (προστατευόμενα δάση, αγροτική γη) και να εμποδίσουν την εξαγωγή των κερδών. Οι ειδικές εξαιρέσεις από την επιβολή φόρων, η παροχή τεράστιων ποσοτήτων φτηνής ενέργειας, οι άμεσες και έμμεσες κρατικές επιδοτήσεις προς τον μεταλλευτικό τομέα είναι συχνά τόσο μεγάλες που οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις συνεισφέρουν ελάχιστα ή καθόλου στα κρατικά ταμεία.
Κρατική διαφθορά και κακή διαχείριση των εσόδων από τον εξορυκτικό τομέα. Η κρατική διαφθορά είναι και αίτιο και αποτέλεσμα της παντοδυναμίας σε αυτές τις χώρες της μεταλλευτικής βιομηχανίας. Η σιδερένια γροθιά της εξουσίας είναι απαραίτητη στις μεταλλευτικές πολυεθνικές για να διατηρήσουν την πρόσβαση στο πολύτιμο κοίτασμα και να καταστείλουν τοπικές εξεγέρσεις – με το αζημίωτο φυσικά. Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, μια διεφθαρμένη τοπική ελίτ από πολιτικούς και γραφειοκράτες είναι συχνά η μόνη που επωφελείται οικονομικά από την παρουσία των εταιρειών που εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους της χώρας.
Και επειδή, όπως είναι γνωστό και από την Ελληνική πραγματικότητα, οι αριθμοί ευημερούν (ευημερούσαν) περισσότερο από τους ανθρώπους, ακόμα και αυτές οι εξαιρετικά κακές οικονομικές επιδόσεις δεν αποδίδουν την πραγματική κατάσταση των κατοίκων των χωρών αυτών. Μελέτες δείχνουν ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός εξάρτησης μιας χώρας από τις εξορυκτικές βιομηχανίες, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό των πολιτών της ζει κάτω από το όριο της φτώχιας . Οι πιο άμεσα επηρρεαζόμενοι είναι οι ιθαγενείς πληθυσμοί οι οποίοι συνήθως δεν διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας της γης όπου ζουν επί αιώνες και οι οποίοι εκδιώκονται βίαια όταν η περιοχή παραχωρείται σε κάποια μεταλλευτική εταιρεία. Επιπλέον, οι περιβαλλοντικές καταστροφές είναι τόσο μεγάλες που τομείς όπως γεωργία, αλιεία, δασοκομία, πρακτικά εξαφανίζονται και οι κάτοικοι στερούνται ακόμα και τα βασικά για την επιβίωσή τους
Τέλος, το τεράστιο κόστος της περιβαλλοντικής αποκατάστασης των μεταλλείων δεν αναλαμβάνεται από τις υπεύθυνες εταιρείες οι οποίες κατά πάγια τακτική καταφεύγουν στην πτώχευση για να αποφύγουν να πληρώσουν. Στην Αμερική, οι φορολογούμενοι καλούνται να πληρώσουν κάπου μεταξύ 32-72 δις δολάρια για την αποκατάσταση εγκαταλελειμμένων μεταλλείων (6). Κατά γενική ομολογία, το κόστος της αποκατάστασης είναι η μεγαλύτερη «κρυμμένη» επιδότηση προς τη μεταλλευτική βιομηχανία. Για τις φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου αυτό το κόστος είναι απλά απαγορευτικό και τα πράγματα αφήνονται στη μοίρα τους.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται πολύ …τριτοκοσμικά στους αναγνώστες και να τα προσπεράσουν ως μη έχοντα εφαρμογή στη σύγχρονη, Ευρωπαϊκή Ελλάδα. Ωστόσο, πάλι η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι όταν η τοπική οικονομία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην εξορυκτική βιομηχανία, οι περιοχές αυτές παρουσιάζουν πολλά από τα χαρακτηριστικά τριτοκοσμικών χωρών.
Πηγές:
(1) Richard Auty, “Sustaining Development in Mineral Economies: The Resource Curse Thesis”, London: Routledge, 1993
(2) Jeffrey Sachs and Andrew Warner, “Natural Resource Abundance and Economic Growth”, Cambridge, MA: Harvard, 1997
(3) Ο όρος εφευρέθηκε το 1977 από το περιοδικό “The Economist” για να περιγράψει την πτώση στον μεταποιητικό τομέα της Ολλανδίας μετά την ανακάλυψη φυσικού αερίου στη δεκαετία του 1960.
(4)Μichael Ross, University of California Los Angeles, “Extractive Sectors and the Poor”, Oxfam America, 2001
(5)”Dirty Metals: Mining, Communities and the Environment”, Earthworks, Oxfam America, 2004
(6) Jim Kuipers, “Putting a Price on Pollution: Financial Assurance for Mine Reclamation and Closure”, Mineral Policy Center, 2003
αναρτήθηκε από antigoldgreece.wordpress.com
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου