από ierissos.blogspot
Διάβασα, κάπως αργά είναι η αλήθεια, δύο κείμενα μιας ανώνυμης «αναγνώστριας» που αναφέρονται –αμφότερα- σε μία δική μου ανάρτηση στο blog ΙΕΡΙΣΣΟΣ, του οποίου είμαι διαχειριστής. Τι να κάνουμε έχουμε και την δουλειά μας, για την οποία μας πληρώνει το δημόσιο, κατά την προσφιλή της έκφραση, και δεν μπορούμε να παρακολουθούμε τις επιδόσεις της εκ του σύνεγγυς. Μόνο που πρέπει να ξέρει η «αναγνώστρια» ότι, για να μας πληρώνει εμάς το δημόσιο, ξοδέψαμε καμιά εικοσαριά χρόνια στα θρανία και κριθήκαμε και από 4-5 εκλεκτορικά σώματα, για να μην αναφερθώ και στο πως σπουδάσαμε, και ξεφύγουμε στο μελό και στις ελληνικές ταινίες με τον Βασιλάκη Καΐλα, και δεν είναι και του γούστου μου.
Να της πω μόνον πως κανείς δεν απαγόρεψε -ούτε σ’ αυτήν, ούτε και σε κανέναν άλλο- να κάνει το ίδιο και να μην εξαρτάται σήμερα απ’ αυτούς που εξαρτάται. Ούτε αφίσες κολλήσαμε, ούτε Στρατουδάκηδες γλείψαμε. Κι ακόμα χειρότερα, οι αφίσες που κολλούσαμε εμείς, μας έκλειναν πόρτες, δεν μας άνοιγαν. Ίσως αυτός να είναι και ο βαθύτερος λόγος που δεν μπορεί να καταλάβει την αντίδρασή μας. Μάλλον μας χωρίζει η φιλοσοφική θεώρηση που έχουμε για τα πράγματα.
Και μια και σε όλη αυτή την συζήτηση μπλέχτηκε κι η ιστορία και η ποιητική και δεν ξέρω και ποιες άλλες τέχνες, θα ήθελα να της θυμίσω μια ιστορία, από τα σχολικά μας βιβλία, που αναφέρει ο Ηρόδοτος από τους Περσικούς πολέμους και αν θέλει ας προσπαθήσει τουλάχιστον να καταλάβει.
Λέει λοιπόν ο Ηρόδοτος:
Ύστερα από τη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο (480 π.Χ.), ο Πέρσης στρατηγός Τριτανταίχμης, άκουσε διάφορους λιποτάκτες να διηγούνται πως οι Έλληνες, που γιόρταζαν τότε ακριβώς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αγωνίζονται σ’ αυτούς με βραβείο ένα απλό στεφάνι ελιάς!
Ο στρατηγός, μόλις το άκουσε, κατηγόρησε τον Μαρδόνιο γιατί τους έφερε να πολεμήσουν στην Ελλάδα, λέγοντας τα εξής: «Αλίμονο, Μαρδόνιε, με ποιους άνδρες μας έφερες να πολεμήσουμε! Μ' αυτούς που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για την αρετή!»
Σ’ αυτήν εδώ την ιστορία αγαπητή «αναγνώστρια» βρίσκεται και η πεμπτουσία της διαφορετικής μας θεώρησης.
Εμείς όλοι, τα «οικολαμόγια», οι «χασικλήδες», οι «βολεμένοι», «οι τουρίστες του Σαββατοκύριακου», τα «γκαρσόνια», οι «κομπλεξικοί», που δεν «έχουμε πολιτική συγγένεια, ιδεολογικό υπόβαθρο και έρμα», που, που, που,…, εμείς όλοι λοιπόν «αναγνώστρια», ο καθένας με τα «κοσμητικά» που μας στολίζετε, δεν «αγωνιζόμαστε» ούτε «γράφουμε» γιατί πρέπει να δώσουμε εξετάσεις στο αφεντικό μας, αγωνιζόμαστε «για την φανέλα», για το στεφάνι της ελιάς.
Γι’ αυτό δεν μας χρειάζεται η κοινή πολιτική και ιδεολογική πλατφόρμα. Κοινή πλατφόρμα για μας είναι ο τόπος μας και η προστασία του. Κι αν δεν ήταν, μπροστά στον κίνδυνο, έγινε, και να είστε σίγουρη πως θα παραμείνει. Όλα τα άλλα έπονται, για να μην σας πω πως, πάρα πολλοί από μας, τα έχουμε και χεσμένα (με το μπαρδόν). Ενώ απ’ εναντίας, η δική σας κοινή ιδεολογική πλατφόρμα ποια είναι; Μην ντρέπεστε: Το ίδιο αφεντικό. Ουσιώδης διαφορά.
Κι όπως και τότε «αναγνώστρια», με τον Μαρδόνιο και τους άλλους, μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν και διαφωνίες και διάφορες ποιότητες (αλίμονο, δεν φαντάζομαι να νομίζετε ότι οι πρόγονοί μας ήταν όλοι άγιοι και λεβέντες;) αλλά τους ένωσε ο Μαρδόνιος, έτσι και τώρα, τηρουμένων των αναλογιών, μας ένωσε ο κίνδυνος.
Γιατί αυτός ο τόπος είναι δικός μας και δεν τον εκχωρούμε να τον κάνετε λάφυρό σας. Και επειδή εμείς μιλάμε επώνυμα και εσείς κρύβεστε πίσω από την «αναγνώστρια», δικαιούμαι να εικάζω ότι και εργαζόμενη είστε στα μεταλλεία, αλλά και ξένη. Γι’ αυτό κρύβεστε. Εσείς ήρθατε στο Ελντοράντο σας, να καθίστε λίγα χρόνια και να φύγετε μετά την κονόμα, αφήνοντας πίσω τα αποπατήματά σας.
Σαν «αναγνώστρια» που είστε λοιπόν, γιατί δείχνετε και μορφωμένη, διαβάστε την ιστορία –και την πρόσφατη και την παλιά- και αφήστε τις λαθροχειρίες και τις τάχα μου «περισπούδαστες αναλύσεις» του τύπου «πάτσ’, πούτσ’, παπούτσ’». Προσπαθήστε να καταλάβετε αυτό που κατάλαβε ακόμα κι ένας βάρβαρος, ο στρατηγός Τριτανταίχμης.
Και για να μην φανούμε αγενείς, αφού η «αναγνώστρια» μας έκανε την τιμή με τον Ο. Ελύτη, θα τις το ανταποδώσουμε με έναν Κ. Π. Καβάφη που ταιριάζει γάντι.
Οὐκ ἔγνως
Γιὰ τὲς θρησκευτικὲς μας δοξασίες - ὁ κοῦφος Ἰουλιανὸς εἶπεν «Ἀνέγνων, ἔγνων, κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε μὲ τὸ «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δὲν ἔχουνε σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς.
«Ἀνέγνως, ἀλλ᾿ οὐκ ἔγνως· εἰ γὰρ ἔγνως, οὐκ ἂν κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.
Κ. Π. Καβάφης (1863-1933)
Αναρτήθηκε από ΙΕΡΙΣΣΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου