Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011
Οι έγκυες που καπνίζουν, μειώνουν την «καλή» χοληστερίνη των παιδιών τους
Οι υψηλές δόσεις των στατινών, των γνωστών και ευρέως χρησιμοποιούμενων φαρμάκων που μειώνουν το επίπεδο της «κακής» χοληστερίνης, μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για εμφάνιση διαβήτη, αν και οι ωφέλειες για την καρδιά συνεχίζουν να υπεραντισταθμίζουν τους κινδύνους, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα. Παράλληλα, άλλη έρευνα υποδεικνύει πως οι γυναίκες που καπνίζουν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, μπορεί να προκαλέσουν πτώση του επιπέδου της «καλής» χοληστερίνης του παιδιού τους, με αρνητικές συνέπειες για την κατοπινή ζωή του.
Οι γυναίκες που καπνίζουν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, μπορεί να προκαλέσουν πτώση του επιπέδου της «καλής» χοληστερίνης του παιδιού τους, με αρνητικές συνέπειες για την κατοπινή ζωή του, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή καρδιολογίας του Ιατρικού Τμήματος του πανεπιστημίου του Σίδνεϊ Ντέιβιντ Σελερμάγιερ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο ευρωπαϊκό καρδιολογικό περιοδικό «European Heart Journal», σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό, έδειξαν ότι μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών τα παιδιά των καπνιστριών εγκύων μητέρων έχουν κατά μέσο όρο περίπου 10% χαμηλότερη από το φυσιολογικό επίπεδο «καλή» χοληστερίνη (HDL-υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνη), η οποία θεωρείται ότι δρα προστατευτικά για την καρδιά και κατά της αρτηριοσκλήρωσης και της θρόμβωσης.
Το αν τα παιδιά εκτέθηκαν ως παθητικοί καπνιστές στον καπνό των γύρω τους μετά τη γέννησή τους, δεν αλλάζει το αρχικό αποτέλεσμα, μια σαφής ένδειξη ότι είναι η προγεννητική έκθεση στον καπνό της μητέρας αυτή που έχει την μεγαλύτερη επίδραση στον οργανισμό των εμβρύων και στην μετέπειτα ανάπτυξή τους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, το μητρικό κάπνισμα κατά την εγκυμοσύνη «αποτυπώνει» μια σειρά από ανθυγιεινά χαρακτηριστικά στο παιδί, καθώς αναπτύσσεται στην μήτρα, δημιουργώντας σε αυτό προδιάθεση για εμφράγματα και εγκεφαλικό στη ζωή του. Το κάπνισμα κατά την εγκυμοσύνη έχει συσχετιστεί από προηγούμενες μελέτες με διάφορα προβλήματα υγείας, όμως μέχρι τώρα ήταν άγνωστο κατά πόσο αυξάνει τον κίνδυνο μελλοντικής καρδιαγγειακής νόσου.
Οι επιστήμονες μελέτησαν -με τη βοήθεια υπερήχων και δειγμάτων αίματος- την επίπτωση του καπνίσματος της εγκύου στο πάχος των τοιχωμάτων των αρτηριών και στα επίπεδα λιποπρωτεϊνών σε 405 οκτάχρονα παιδιά. Διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε μεν κάποια αλλαγή στο πάχος των παιδικών αρτηριών, όμως η «καλή» χοληστερίνη ήταν γενικά μικρότερη, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου κατά 10-15%.
Οι ερευνητές προτίθενται να κάνουν νέες έρευνες για να επιβεβαιώσουν ότι, όπως υποψιάζονται, αυτή η μείωση της «καλής» χοληστερίνης διατηρείται σε βάθος χρόνου και μετά τα οκτώ πρώτα έτη της ζωής του ατόμου. Ο μηχανισμός που συνδέει το μητρικό κάπνισμα με την παιδική χοληστερίνη παραμένει άγνωστος.
Υπολογίζεται ότι στις ανεπτυγμένες χώρες περίπου το 15% των γυναικών καπνίζουν στη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους. Οι ερευνητές συνιστούν την προληπτική και προσεκτική παρακολούθηση των παιδιών, των οποίων οι μητέρες κάπνιζαν, όταν ήσαν έγκυες. Η «καλή» χοληστερίνη μπορεί να αυξηθεί μέσω της σωματικής άσκησης και με την λήψη φαρμάκων.
Ουσίες κατά της χοληστερίνης, σε υψηλές δόσεις, αυξάνουν τον κίνδυνο για διαβήτη
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Πράϊς του πανεπιστημίου της Γλασκόβης, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου (JAMA), σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό, έκαναν μια συγκριτική επαναξιολόγηση των τελευταίων σχετικών με το θέμα επιστημονικών μελετών (μετα-ανάλυση), οι οποίες αφορούν περίπου 32.800 ανθρώπους.
Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η υψηλή δοσολογία στατινών συνδέεται με αύξηση έως 12% των νέων περιστατικών διαβήτη, όμως οι ίδιες υψηλές δόσεις βοηθούν σημαντικά στον περιορισμό των καρδιαγγειακών προβλημάτων στους ασθενείς, πράγμα που μεταφέρει τελικά στους γιατρούς το δίλημμα να εξισορροπήσουν, κατά την κρίση τους και ανάλογα με την κάθε μεμονωμένη περίπτωση, το «ισοζύγιο» οφέλους-κόστους από την χορήγηση στατινών.
Σε μια περίοδο πέντε ετών κατά μέσο όρο, το 8,4% των ασθενών εμφάνισαν διαβήτη και οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν στην ομάδα που είχαν πάρει στατίνες σε υψηλές δόσεις, ενώ όσοι είχαν πάρει μικρότερη δοσολογία, είχαν λιγότερα περιστατικά εμφάνισης διαβήτη. Από την άλλη, όμως, η ομάδα με την εντατικότερη χορήγηση στατινών εμφάνισε συγκριτικά λιγότερα σοβαρά καρδιαγγειακά περιστατικά (μείωση έως 16%).
Πάντως οι ερευνητές συνιστούν στους καρδιολόγους να έχουν το νου τους για τυχόν εμφάνιση διαβήτη στους ασθενείς στους οποίους χορηγούν στατίνες, οι οποίες κυκλοφορούν με διάφορες εμπορικές ονομασίες, όπως Lipitor, Pravachol, Crestor κ.α. Τα φάρμακα αυτά μειώνουν τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού, επειδή ρίχνουν το επίπεδο της «κακής» χοληστερίνης (LDL-χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνης).
Οι βρετανοί επιστήμονες διευκρίνισαν ότι η έρευνά τους δεν συνεπάγεται ότι οι ασθενείς πρέπει να σταματήσουν να παίρνουν στατίνες, θα έπρεπε όμως να κάνουν τακτικό έλεγχο για διαβήτη, ειδικά αν παίρνουν υψηλή δοσολογία των συγκεκριμένων φαρμάκων.
tvxs.gr
Ετικέτες
ΔΙΕΘΝΗ
,
ΥΓΕΙΑ/ΟΜΟΡΦΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου