Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Οι αναδιαρθρωτές και ο ιστορικός συμβιβασμός

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου *

Τις τελευταίες μέρες ο λόγος για την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ελλάδα πέρασε ημιεπισήμως στους αναδιαρθρωτές. Αυτοί είναι υπάρξεις με θεσμικό ρόλο κάποιας μορφής εντός της ΕΕ, ή παράγοντες σε παγκόσμιους οικονομικούς οργανισμούς, εταιρίες χρηματοπιστωτικών συμβούλων, ή γενικώς παράγοντες του χρηματοπιστωτικού λόμπυ, ή απλώς ξέμπαρκοι πολιτικοί που βρήκαν ευκαιρία να ενεργοποιηθούν στο πλαίσιο των συμφερόντων που εξυπηρετούσαν παραδοσιακά. Στόχος των αναδιαρθρωτών είναι η επιβολή ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης που θα διασφαλίζει ότι όσοι κερδοσκόπησαν μέσω του ελληνικού χρέους δεν θα χάσουν τα κέρδη τους, οι τράπεζες δεν θα θιγούν, ενώ οι Γερμανοί (κυρίως) δεν θα χρεωθούν το αντίτιμο που αντιστοιχεί στην υποτίμηση των ελληνικών ομολόγων.

Αυτό το σχέδιο ονομάζεται «επιμήκυνση δημόσιου χρέους με περίοδο χάριτος» και είναι ένα πολύ δύσκολο στην εφαρμογή του τεχνούργημα, το οποίο θα αποτελέσει ένα πειραματικό μοντέλο διαχείρισης του δημόσιου χρέους χρεοκοπημένων κρατών εντός της ΕΕ. Με αυτό θίγονται αποκλειστικά μικροί επενδυτές τέτοιων προβληματικών ομολόγων κρατών-μελών, καθώς θα πρέπει να περιμένουν την λήξη της περιόδου αυτών των τίτλων για να εισπράξουν το κεφάλαιό τους. Αντίθετα δεν προκαλείται σοβαρό πρόβλημα στους λεγόμενους θεσμικούς επενδυτές της χρηματαγοράς, οι οποίοι μπορούν λογιστικά να αναδιαρθρώσουν το χαρτοφυλάκιό τους, ενσωματώνοντας απλώς μικρότερα κέρδη τα οποία ήδη έχουν καλύψει μέσω των μηχανισμών ασφάλειας των κερδών.

Το ζήτημα είναι ότι αυτό το σχέδιο δεν διασφαλίζει την επιστροφή της χώρας στην χρηματαγορά, εκτός και εάν υπάρξουν εγγυήσεις από την ΕΕ προς τους επενδυτές ότι θα εισπράξουν στο ακέραιο το κεφάλαιό τους, καθώς οι τόκοι είναι ούτως ή άλλως διασφαλισμένοι όλη την περίοδο μέχρι την λήξη των τίτλων. Άρα αν δεν υπάρξει εγγύηση από έναν θεσμό της ΕΕ, μόνον απολύτως τυχοδιωκτικά κεφάλαια θα μπορούσαν να επενδύσουν σε ελληνικά ομόλογα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να προσφέρει τέτοια διασφάλιση, ότι δηλαδή θα μπορεί να εξυπηρετεί άνετα το χρέος της μετά από δέκα χρόνια, καθώς ουδείς μπορεί να φανταστεί πώς θα ήταν δυνατόν η χώρα να έχει ένα σημαντικό πλεόνασμα επί μια δεκαετία και μια αντίστοιχη ανάπτυξη, ώστε το χρέος να φτάσει να υπολείπεται του ΑΕΠ, μειούμενο μάλιστα ως ποσοστό του διαρκώς. Άσε που για να τροφοδοτηθεί οποιαδήποτε ανάπτυξη δίχως ευρωομόλογα θα έπρεπε να είχαμε εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους, σε μια περίοδο κατά την οποία οι ελληνικές τράπεζες είναι υποτιμημένες στην διεθνή αγορά και άρα ανίκανες να αντλήσουν ελκυστικά κεφάλαια.

Συνεπώς το κυοφορούμενο σχέδιο των αναδιαρθρωτών, ώστε να διατηρήσουν και την πίττα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, δεν διασφαλίζει την επιστροφή της χώρας στις αγορές, αντίθετα διασφαλίζει ότι δεν θα προβούμε σε στάση πληρωμών και ότι θα ενταχθούμε δίχως δυσκολία και δίχως «κούρεμα» ή δίχως σημαντικό «κούρεμα» του χρέους στον μόνιμο μηχανισμό ESM της ΕΕ, μετά την λήξη του προσωρινού στον οποίο βρισκόμαστε. Δεν πρόκειται να θιγούν οι θεσμικοί επενδυτές, ούτε να επηρεαστεί το ευρώ, καθώς τον αέρα της φούσκας που έσκασε θα αναλάβει να «καλύψει» ο ελληνικός λαός, μέσω της διαρκώς αυξανομένης εσωτερικής υποτίμησης με στόχο κάθε προϊόν ή υπηρεσία που παράγεται ή προσφέρεται στην Ελλάδα να είναι περίπου 30% φτηνότερο/η από τον μέσο όρο στην ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει γύρω στο 30-45% (ανάλογα τον κλάδο) μείωση των αμοιβών, λαμβάνοντας ως σταθερές την απασχολούμενη τεχνολογία, το εμπορικό ισοζύγιο και την διάρθρωση της παραγωγής. Και αυτά αν όλα πάνε καλά και δεν υπάρξουν γενικότερες πιέσεις στην χρηματαγορά και στα δημοσιονομικά της ΕΕ. Ασφαλώς και τίθεται ζήτημα ως προς την διάρθρωση αυτής της μέσης μείωσης μισθών και είναι εύλογο ότι αν δεν υπάρξει ισοπέδωση των μισθολογικών διαφορών (πράγμα αδύνατο υπό τις παρούσες συνθήκες) θα αυξηθεί κατακόρυφα η ανεργία. Αυτό σημαίνει εσωτερική υποτίμηση μέχρι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας να πιάσει την μέση ανταγωνιστικότητα χωρών σαφώς πολύ πιο αναπτυγμένων βιομηχανικά, διοικητικά, και τεχνολογικά. Τώρα θα πληρώσουμε ακριβά και καταστροφικά το μάρμαρο της ένταξής μας στην ευρωζώνη: το έγκλημα σε βάρος του ελληνικού λαού που διέπραξε η μεταπρατική «αστική» τάξη της χώρας και διεκπεραίωσε ενθουσιωδώς ο δικομματισμός.

Τώρα, για να πετύχει το σχέδιο των αναδιορθρωτών απαιτείται εγκλεισμός στο αναμορφωτήριο για τον ελληνικό λαό, καταρχήν για μια χρονική περίοδο ανάλογη της «επιμήκυνσης του χρέους» και μετά συμμόρφωση στην διαπαιδαγώγηση του αναμορφωτηρίου, κατά την οποία οι Έλληνες θα αμείβονται σύμφωνα με την εκάστοτε σχετική παραγωγικότητά τους, η οποία όμως θα προκύπτει από τους κανόνες ανταγωνιστικότητας στην ΕΕ και την γραφειοκρατικά κατευθυνόμενη από την Επιτροπή διάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα παράγεις κάθε φορά αυτά που θα σε συνέφερε να παράγεις με τον τρόπο που θα σου απέδιδε περισσότερο, αλλά αυτά που η ΕΕ επιθυμεί (σε οδηγεί) να παράγεις με τον τρόπο που εκείνη αποφασίζει. Αυτή είναι η κοινωνικοποίηση του αναμορφωτηρίου, το οποίο, αν συνδυαστεί με το καθεστώς χρεοστασίου της χώρας, θα την καταστήσει μέσα σε μια δεκαετία μια από τις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές της Ένωσης.

Συνεπώς η φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας στο πλαίσιο μιας δεκαετίας θα είναι περίπου η ίδια είτε μέσα στην ευρωζώνη, είτε εάν εγκαταλείπαμε την Ένωση και προχωρούσαμε στην έκδοση εθνικού νομίσματος, εθνικοποίηση του τραπεζικού τομέα κλπ. Οι προοπτικές θα ήταν όμως εντελώς διαφορετικές, όπως και οι δυσκολίες και οι ευκαιρίες. Θεωρητικά μας συμφέρει η φτωχοποίησή μας να συνοδευτεί από αυτόνομη ανάπτυξη έξω από την ΕΕ, πρακτικά όμως αυτό θα ήταν το πιο δύσκολο κρατικό εγχείρημα στον σύγχρονο κόσμο. Αν ρωτήσετε την καρδιά μου θα το πρότεινε. Δυστυχώς όμως αυτές τις αράδες τις συντάσσει το μυαλό ενός ανθρώπου που θεωρεί ότι γνωρίζει καλά τους συμπατριώτες του και την ελληνική κοινωνία. Δεν είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία για επανάσταση που απαιτείται στην δεύτερη περίπτωση, ούτε έχει καλλιεργηθεί αντίστοιχη πολιτική κουλτούρα. Δυστυχώς δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, ούτε κατά το ελάχιστο. Εάν δημιουργηθούν στο μέλλον κανείς δεν το γνωρίζει και θα εξαρτηθεί από πάρα πολλές εξωτερικές παραμέτρους και όχι μόνον από την εξέλιξη της φτωχοποίησης στη χώρα.

Έχοντας αυτά κατά νου, προτείνω να ξανασκεφτούμε σοβαρά την συγκρότηση ενός αντικαθεστωτικού μετώπου για την διεκδίκηση της διακυβέρνησης της χώρας στο πρότυπο του «ιστορικού συμβιβασμού» του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Προτείνω την σύμπραξη σε κοινωνικό και εκλογικό επίπεδο όλων όσων επιθυμούν να ανατραπεί το πελατειακό κράτος και το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα που το τροφοδοτεί, ενώ αναπαράγεται μέσω αυτού, με τη διεξαγωγή του πολιτικού αγώνα, αντί σε επαναστατικό ή ψευδο-επαναστατικό επίπεδο, σε ένα ριζοσπαστικά δημοκρατικό πλουραλιστικό πλαίσιο, με συναινετικό πνεύμα και συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών με αριστερά, ακόμη και αστικά κόμματα ή ομάδες που αποσπώνται από αυτά, με στόχο την αποφασιστική συμμετοχή και τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων σε κυβερνητικό επίπεδο, αυτή την μεταβατική περίοδο για την οικονομία και την χώρα. Μόνον μια κυβέρνηση αντικαθεστωτικών, που δεν θα έχει ως στόχο το κεφάλαιο, αλλά το πελατειακό κράτος που αποτελεί την πραγματική πολιτικο-κοινωνική δομή της καπιταλιστικής μας χώρας, θα μπορούσε να διαπραγματευτεί δυναμικά με την Γερμανία και την γραφειοκρατία της ΕΕ και να απειλήσει τις αγορές με τεράστια ζημία που θα είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο διεθνές σύστημα, αν δεν δέχονταν «έναν ιστορικό συμβιβασμό» για το ελληνικό χρέος με διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του και κατόπιν επιμήκυνση του υπολοίπου με χαμηλότερα επιτόκια, ύστερα από τον λογιστικό έλεγχο που θα έκανε η χώρα μας.

Μια τέτοια κυβέρνηση, αν διατηρούσε την σοβαρότητά της, θα ήταν πραγματική εγγύηση ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα αποσκοπούσαν στην ενίσχυση των κεφαλαιοκρατών, των διαπλεκομένων και της μεταπρατικής επιχειρηματικής τάξης, αλλά στην μείωση της ανισότητας και στην προοπτική σταθερής ανάπτυξης υπέρ των δυο τρίτων της κοινωνίας. Είναι βέβαιο ότι θα πετύχαινε με μικρότερη εσωτερική υποτίμηση μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, καθώς θα εξαντλούσε κάθε δυνατότητα διαπραγμάτευσης με την ΕΕ, πράγμα που δεν μπορούν να πράξουν τα καθεστωτικά κόμματα, λόγω πολιτικών και κοινωνικών δεσμεύσεων. Πέραν αυτού δεν θα είχε ως αφετηρία το δίκαιο των αγορών, όπως ο δικομματισμός, αλλά το δίκιο των λαών, προσεγγίζοντας ισότιμα τους δανειστές της χώρας. Αυτό θα διευκόλυνε αντί να δυσκολεύει την στρατηγική συνεργασία της χώρας και με άλλους πόλους στη διεθνή πολιτική πέραν των ΗΠΑ, με τις οποίες θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε στενές σχέσεις, αλλά όχι πλέον σχέσεις αφέντη-δούλου.

Ξέρω ότι το ΚΚΕ χαρακτήρισε «αμπελοφιλοσοφία» την πρόταση αυτή που διακονώ πεισματικά τόσον καιρό. Δεν πειράζει, αρκεί να προβληματιστεί σοβαρά η ηγεσία του, όπως και η κοινωνία των πολιτών και διάφοροι θέσει σήμερα αντίπαλοι του πελατειακού κράτους και του νεοφιλελευθερισμού εντός των κομμάτων του δικομματισμού πάνω σε αυτή την γκραμσιανή ιδέα που δομώ την πρόταση μου. Δεν θα επέμενα ποτέ τόσο πολύ σε μια πολιτική λαϊκών-προοδευτικών μεταρρυθμίσεων και συμμαχιών που θα τροποποιούν βαθμιαία τους συσχετισμούς δύναμης μέσα στην ελληνική κοινωνία, ώστε η διακυβέρνηση του κράτους να λειτουργεί υπέρ του εκδημοκρατισμού και της ευημερίας των δύο τρίτων της κοινωνίας, αν δεν ήμουν βέβαιος ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να δοθεί λύση υπέρ των συμφερόντων ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.

Μόνον αυτή η πρόταση ενσωματώνει τον αγώνα του ελληνικού λαού για ευημερία, κοινωνική πρόοδο και οικονομική ανάπτυξη, δίχως εκ προοιμίου να προτείνει την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι η μόνη πολιτική λύση που μπορεί να διαμορφώσει το καλύτερο αποτέλεσμα στην ούτως ή άλλως αναπόφευκτη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της χώρας. Μόνον έτσι η αναπόφευκτη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας δεν θα πάει χαράμι, μεταφέροντας και άλλες λαϊκές προσόδους στην τσέπη αυτών που χρεοκόπησαν την χώρα. Δεν αποκλείω την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ, δεν θεωρώ όμως ότι είναι στρατηγική την οποία θα μπορούσε να υιοθετήσει σήμερα η πλειονότητα των Ελλήνων, δίχως επαναστατικοποίηση. Αξίζει να το τονίσω. Μόνον μία επανάσταση θα μπορούσε να μας οδηγήσει σήμερα εκτός ΕΕ. Μονομερής αποχώρηση από την ευρωζώνη δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα εάν δεν φύγουμε από την ΕΕ, εκτός και εάν υπάρξουν σχετικές διευθετήσεις στο διακυβερνητικό πλαίσιο της Ένωσης που θα το επιτρέψουν ή θα το επιβάλλουν. Προφανώς στην δεύτερη περίπτωση δεν απαιτείται επανάσταση, αλλά σχετική μεταρρύθμιση του κράτους και της αγοράς. Άρα αν αποκλείσουμε την περίπτωση της άμεσης επαναστατικής δράσης, τότε η καλύτερη λύση στο οικονομικό δράμα της χώρας είναι μια κυβέρνηση αντικαθεστωτικών, την εικόνα της οποίας έδωσα σήμερα σε αδρές γραμμές, ενώ λεπτομερέστερα έχω αναφερθεί σε προηγούμενα σημειώματά μου. Αυτός ο ιστορικός συμβιβασμός αριστερών και θέσει αντικαθεστωτικών κεντρώων και δεξιών, δεν θα έσωζε την χώρα από τις οδύνες της φτωχοποίησης, θα υπερασπιζόταν όμως με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αυτοκυβέρνηση μας και τα δύο τρίτα της κοινωνίας, θα έδινε ασφαλώς μια πιο φιλολαϊκή λύση στο ζήτημα της αναδιάρθρωσης και θα επανέφερε την αξιοπρέπεια και την διάθεση για συλλογικό και αλληλέγγυο αγώνα της ελληνικής κοινωνίας για πρόοδο και ανάπτυξη στο μέλλον. Στο κάτω-κάτω της γραφής είναι ο μόνος τρόπος για να αποτραπεί η κατά τα φαινόμενα μετεκλογική σύμπραξη του δικομματισμού, που θα αποτελούσε την επισφράγιση της καταστροφής για την κοινωνία, παρότι ενδεχομένως να ωφελούσε συγκυριακά το ΚΚΕ και ίσως άλλους.

* διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία


αναρτήθηκε από activistis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :