Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Σαν σήμερα, 05/04/1994, αυτοκτονεί ο Κερτ Κομπέιν των Νιρβάνα



Μάλλον πρόκειται για την τελευταία μεγάλη αναλαμπή της ροκ. Όποιος "ψαχνόταν" για "κάτι διαφορετικό" από τη μουσική που του πετάνε στα μούτρα μπορεί να το εκτιμήσει αυτό.

Για να πω την αλήθεια βέβαια, εμένα αυτό που δε μου άρεσε ποτέ στους Νιρβάνα, και στα περισσότερα συγκροτήματα της εποχής, ήταν ότι ήταν εξ ορισμού μειοψηφικά. Έτσι αυτοορίζονταν - σε αντίθεση πχ με τη ροκ των sixties που ήταν πλειοψηφική, δεν απευθυνόταν "μόνο στους ψαγμένους", ούτε μόνο στους ελαφρά (ή και βαριά) "αντικοινωνικούς". Και γι' αυτό βέβαια και η ροκ διένυσε την καλύτερη εποχή της τότε, και αγκαλιάστηκε και περισσότερο από τον κόσμο (στην πραγματικότητα, η ροκ ήταν κυρίαρχη, σε μια εποχή μάλιστα που γενικά ο κόσμος είχε πολύ μεγαλύτερες αντιστάσεις σε όλα όσο τον ταίζουν, όχι μόνο σε ότι αφορά τη μουσική).

Έστω όμως και αν ήταν "μειοψηφικοί-αντικοινωνικοί", οι Νιρβάνα μεγάλωσαν μια γενιά - ήταν από τις μπάντες που κάτι είπαν στα τραγούδια τους (και επίσης στο εξώφυλλο του Nevermind, που ακόμα θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει όταν το πρωτοείχα δει, με το μωρό να ετοιμάζεται να τσιμπήσει στο δόλωμα του χρήματος πάνω στο αγκίστρι).

Δείτε και αυτό το αρθράκι:


Ο Κομπέιν λατρεύτηκε όχι μόνο λόγω της «ιδρωμένης» μουσικής του. Λατρεύτηκε κυρίως για τις άξιες που αντιπροσώπευε, όπως το ασυμβίβαστο πνεύμα, μια συμπεριφορά και στάση ζωής με υψωμένο το μεσαίο δάκτυλο όπου καθόταν κι όπου βρισκόταν κι αδιαφορία για το τι θα πουν οι γύρω του, στοιχεία που για έναν 18χρονο είναι αρετές, όχι αστεία. Η μουσική του δεν ήταν απλά συνοδευτική, αλλά λειτουργούσε ως ερέθισμα για πολλές σκέψεις προεφηβικής κι εφηβικής ηλικίας.

Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1967 σε μια μικρή πόλη έξω από το Σιάτλ, το Χοκάιμ από μητέρα σερβιτόρα κι από πατέρα μηχανικό, αλλά αμέσως μετά οικογένεια Κομπέιν μετακόμισε στο διπλανό Αμπερντίν, μια πόλη που θύμιζε περισσότερο νεκρό χωριό παρά μια ανθρώπινη κοινότητα με παλμό και γρήγορους ρυθμούς. Το σχολείο δεν ήταν το φόρτε του, πλακωνόταν συχνά πυκνά με τους “φυσιολογικούς” συμμαθητές του, οι οποίοι εκλάμβαναν την μοναχικότητα του ως αντικοινωνική συμπεριφορά –και στα 7 του χρόνια χωρίζουν και οι γονείς του. Από το σπίτι των θείων του πέρασε στην κηδεμονία του πατέρα του κι από εκεί κατέληξε στα 13 του να ζει κάτω από μια γέφυρα στο Σιάτλ μέσα σε μια κούτα. Λίγα χρόνια πριν, με την έκρηξη του πανκ είχε έρθει σε επαφή με της μουσική των Sex Pistols και των Joy Division και συνεπαρμένος αποφασίζει να φτιάξει την πρώτη του μπάντα, το 1986, μαζί με τους μετέπειτα συνοδοιπόρους του στους Νirvana, τον Κριστ Νοβοσέλικ και τον Ντέιβ Γκρολ.

Μετά από μια περίοδο ασύστολου «απολύτως τίποτα» ήρθε το 1988, η χρονιά των πρώτων συναυλιών του νέου συγκροτήματος, οπότε σε μια από αυτές ένα στέλεχος της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας Sub Pop που έδρευε στο Σιάτλ τους πρότεινε συμβόλαιο. Μετά ήρθε το Bleach, το πρώτο άλμπουμ και δυο χρόνια μετά το μεγάλο μπαμ: το Nevermind, κάτω από την σκεπή της δισκογραφικής εταιρείας Geffen, η οποία για πρώτη φορά έπαιρνε στις τάξεις της ένα τόσο ανεξάρτητο συγκρότημα –οι Guns ‘n’ Roses που άνηκαν επίσης στο ρόστερ της δεν θεωρούνταν τότε τόσο ανεξάρτητοι. Το Smells Like Teen Spirit έγινε όχι μόνο το πιο μοσχοπουλημένο σινγκλ της χρονιάς εκείνης, όχι μόνο το σήμα κατατεθέν τους, αλλά και το statement μιας ολόκληρης γενιάς, η οποία βρήκε επιτέλους τον Κυβερνητικό της Εκπρόσωπο στις χορδές της μπάντας αυτής. Έστω κι αν ο Κομπέιν δανείστηκε, όπως δήλωσε κατόπιν, το ριφ του More Than A Feeling (στο ανάποδο)...

Κι επειδή η μίμηση είναι όντως η ειλικρινέστερη μορφή κολακείας, ξεπατίκωσε το ριφ του Eighties των Killing Joke κι έγραψε το Come As You Are, το δεύτερο Νο1 τους. Ο Κομπέιν από εκείνο το σημείο και μετά τα «έπαιξε» κυριολεκτικά. Δεν περίμενε ούτε στα πιο ξεσαλωμένα του όνειρα ότι την μια μέρα του Σεπτεμβρίου δεν θα τον χαιρετούσε ούτε ο θυρωρός του διαμερίσματος του και την επόμενη θα τον έπαιρναν τηλέφωνο από όλα τα μεγάλα μουσικά περιοδικά για συνέντευξη. Ήταν 24 ετών και μάλλον του έπεσε λίγο βαριά η δόξα, ήταν και προβληματικός εκ φύσεως, ε, δεν χρειαζόταν και πολύ για να ξελασκάρει η φλάντζα. Πέραν του χρόνιου προβλήματος βρογχίτιδας που αντιμετώπιζε, κληρονόμησε και ένα έλκος στόμαχου που του προκαλούσε φριχτούς πόνους κάθε φορά που ήταν στη σκηνή –κάποιες ζωντανές εμφανίσεις της μπάντας εμφανίζουν τον Κερτ να κάνει μορφασμούς και γκριμάτσες επί σκηνής. Δεν είχε τικ, απλά υπέφερε. Τι πιο αποτελεσματικό για να διώξει τον πόνο από την ηρωίνη λοιπόν, ειδικότερα τώρα που είχε και τα τρελά φράγκα να την αγοράσει;

Σίγουρα ήταν κι υπερβολικά ευαίσθητος συναισθηματικά. Δεν εξηγείται αλλιώς η αντίδραση του να σπάσει το σπίτι του όταν έμαθε ότι το Polly, ένα τραγούδι που έγραψε ΚΑΤΑ του βιασμού, χρησιμοποιήθηκε ως ηχητικό background για τον βιασμό μιας 18χρονης κοπέλας από μια συμμορία ανήλικων; Στο τραγούδι Incesticide γράφει επίσης «αν κάποιος από εσάς δεν γουστάρει τους γκέι, τις γυναίκες ή τους μαύρους, άντε γαμ***τε». Τον απασχολούσε επίσης κάτι ακόμη: πως είναι δυνατόν όλοι εκείνοι οι τύποι που όταν ήταν στο σχολείο μαζί του τον έδερναν και τον φώναζαν weirdo (παράξενο) να έρχονται στις συναυλίες του και να τον αποκαλούν «θεό».

Τον Φεβρουάριο του 1992 ο Κερτ και η έγκυος Κόρτνει Λαβ, μια τέως groupie των Νιρβάνα και νυν κυρία Κομπέιν, παντρεύτηκαν στη Χαβάη και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς ο Κερτ εισήχθη για πρώτη φορά στο νοσοκομείο με overdose από ηρωίνη, λίγες μόλις μέρες μετά την γέννηση της κόρης του Φράνσις Μπιν. Το In Utero που ακολούθησε περιείχε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, όπως το All Apologies και το Heart Shaped Box. Μερικούς μήνες μετά κυκλοφόρησε το θεϊκό Unplugged με την οριακή, από κάθε άποψη, ερμηνεία του "Where Did You Sleep Last Night?".

Η ηρωίνη γι’ αυτόν ήταν το αναισθητικό που χρειαζόταν ο οργανισμός του για να αντέξει την επώδυνη εγχείρηση της προβληματικής ζωής και της ξαφνικής υπερέκθεσης στο κοινό. Μετά από μια συναυλία στη Ρώμη τον Μάρτιο του 1994 εισήχθη ξανά εσπευσμένα στο νοσοκομείο μετά από την πρώτη του, κλασάτη αν μη τι άλλο, απόπειρα αυτοκτονίας: 50 παυσίπονα και υπερβολική κατανάλωση… σαμπάνιας –περίπου 4 μπουκάλια. Λίγες μέρες μετά καταβεβλημένος κι εξουθενωμένος γύρισε στο Σιάτλ με σκοπό να μπει σε κλινική αποτοξίνωσης, αλλά έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και η γυναίκα του τον είδε τελευταία φορά τις τελευταίες μέρες του Μάρτη.

Στις 4 Απριλίου κλειδαμπαρώθηκε στο σπίτι της γιαγιάς του, έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα και την 19 μηνών κόρη του, έκανε ένα μπάνιο και κάθισε στο γραφείο του με το όπλο στα χέρια προσπαθώντας να βρει το κουράγιο να το βάλει κάτω από το πηγούνι του. Πολλές φορές το είχε σκεφτεί, αλλά ποτέ του δεν είχε διανοηθεί ότι θα έφτανε στο σημείο αυτό κάποτε. Ο ηλεκτρολόγος που την μεθεπόμενη μέρα χτύπησε το κουδούνι για να βάλει το νέο σύστημα συναγερμού είδε κάτι σαν πλαστική κούκλα να έχει πέσει στο έδαφος μη μπορώντας να υποθέσει ότι αυτό που έβλεπε ήταν το πτώμα του ανθρώπου που έβαλε την εναλλακτική μουσική στα σαλόνια της mainstream κουλτούρας. Το σημείωμα δίπλα στο πτώμα του Κερτ ήταν γραμμένο με κόκκινο μελάνι και τελείωνε με τις λέξεις "I love you, I love you."

Τον Κομπέιν δεν θα τον θυμόμαστε ως τον Τζον Λένον της γενιάς μας, αλλά περισσότερο σαν τον Σιντ Βίσιους των ’90. Ήταν όντως ένας τύπος, ο οποίος πιεσμένος από την ξαφνική φήμη κι ενώ μπορούσε κάλλιστα να τα παρατήσει όπως έκαναν τόσοι άλλοι, όπως ο Μπομπ Ντίλαν το 1968 κι ο Λένον το 1972, προτίμησε την εύκολη λύση: την αυτοκτονία. Και δεν υπάρχει καμιά γενναιότητα στην πράξη του αυτή. Όμως η μεγαλύτερη μαγκιά του ήταν ότι κατάφερε να βάλει ακόμη και στο ΜΤV μια μουσική ξεχασμένη από όλους δημιουργώντας όχι απλά ένα μουσικό φαινόμενο αλλά μια ηχητική χιονοστιβάδα που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έδωσε το φιλί της ζωής στην παραπαίουσα ροκ μουσική.

Άξαφνα όλες οι δισκογραφικές εταιρείες προσπάθησαν να βρουν τους νέους Nirvana λες κι επρόκειτο για την κότα με τα χρυσά αυγά. Άλλοτε τους βρήκαν, όπως στην περίπτωση των Pearl Jam και των Soundgarden κι άλλοτε όχι. Τα charts ξαφνικά γέμισαν με τραγούδια με βρώμικες κιθάρες που παίζονταν από εξίσου άπλυτους τύπους που φορούσαν το σάλι της γιαγιάς τους και την ζακέτα της θειας τους. Κατάφερε να μείνει “εναλλακτικός” κι ασυμβίβαστος ως ένα σημείο και να μην υποκύψει στις διαθέσεις της μουσικής βιομηχανίας: αρνήθηκε να γίνει εξώφυλλο στο Newsweek, ενώ οι συνάδελφοι τους Pearl Jam δέχτηκαν. Έκτοτε τα ροκ περιοδικά και οι μουσικές εγκυκλοπαίδειες τον έχουν κάνει θεό. Τα υπόλοιπα έντυπα τον μνημονεύουν απλά ως μια ακόμη ανθρώπινη απώλεια. Ή ένα πρεζάκι.

http://tsak-giorgis.blogspot.com/2011/04/05041994.html

1 σχόλιο :

neutrino είπε...

Pistevo oti ton Curt ton dolofonise i Courtney...,
iparxoun kapia stixia k martiries..