Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011
Η γένεση των κόμικς
Ανάλογα με τον ορισμό των κόμικς, οι ρίζες τους αναζητούνται στον 15ο αιώνα ή ακόμα και στα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Παρόλα αυτά, η σημερινή μορφή τους (με καρέ και κείμενο σε συννεφάκια ή λεζάντες) εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Πρωτοπόροι λοιπόν του είδους θεωρούνται για την μεν Ευρώπη, το περιοδικό “Ally Sloper's Half Holiday” που κυκλοφόρησε στην Αγγλία το 1884, για τις δε ΗΠΑ, το “Hogan's Alley” του Richard Outcault, του οποίου κεντρικός χαρακτήρας ήταν το «Κίτρινο Παιδί» που ξεκίνησε να δημοσιεύεται σαν ένθετο στριπ σε εφημερίδες το 1895..
Τα κόμικς γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα στην Αμερική, κυρίως από τις ιστορίες με υπερήρωες εταιριών όπως η DC Comics και η Marvel Comics. Στην Ευρώπη υπήρχε μια μικρή σκηνή, που ξεκίνησε με πρωτοπόρους τους Βέλγους και εκδόσεις όπως ο Τεντέν και το περιοδικό Spirou. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο και την άφιξη των αμερικάνικων κόμικς στην Ευρώπη, αλλά και τη μεσολάβηση της δεκαετίας του '60 που αγκάλιασε αντικουλτούρες όπως τα κόμικς, τα τελευταία σταδιακά καθιερώθηκαν ως υπολογίσιμο είδος τέχνης.
Αν και τα κόμικς είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα, οι προγονοί τους χρονολογούνται από το Μεσαίωνα. Με την εμφάνιση της τυπογραφίας στην Ευρώπη, άρχισαν να παράγονται εικόνες για ένα μαζικό κοινό. Είναι ωστόσο γεγονός ότι και παλαιότερα υπήρχαν αναπαραστάσεις, πίνακες και άλλα έργα τέχνης που προορίζονταν για δημόσια θέα.
Η διαδρομή που χαράζει ο Francis Lacassin[1] αναγνωρίζει ως σταθμούς την Αρχαία Αίγυπτο (Βίβλος των Νεκρών, 3000 π.Χ.), την Αρχαία Ελλάδα (ζωοφόρος του Παρθενώνα, 432 π.Χ.), την Αρχαία Ρώμη (στήλη του Τραϊανού, 113 μ.Χ.), τη ταπισερί της Bayeux (110ς αιώνας μ.Χ.), τις τοιχογραφίες και τα βιτρό εκκλησιών, καθώς και τις εικόνες του Epinal αλλά και τις αγγλικές γελοιογραφίες. Κατόπιν προσθέτει τους κυνηγούς του Aurignac και τον πολιτισμό των Mayas.
Πιο αναλυτικά, ταξιδεύοντας πολύ πίσω στον χρόνο, όταν ακόμα οι άνθρωποι ζούσαν στις σπηλιές έκαναν την εμφάνιση τους τα πρώτα δείγματα ανθρώπινης καλλιτεχνίας. Ο λόγος για την ζωγραφική των σπηλαίων, η οποία παρουσιάζει πολλά κοινά με τα κόμικς. Ο Jean – Bruno Renard (Renard 1985), ο οποίος ακολουθεί πιστά τη διαδρομή αυτή, ισχυρίζεται πως, παρ' όλο που για το σύγχρονο θεατή τα βραχογραφήματα αποτελούνται από τυχαίες εικόνες, πιθανότατα υπήρχε μια λογική η οποία τις συνέδεε μεταξύ τους, αλλά και με την ιερότητα της χρήσης των χώρων του σπηλαίου, και αναγνωρίζει τρία κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα σ' αυτά και τα κόμικς. Το πρώτο από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η χρήση της μαύρης γραμμής που σημαίνει το περίγραμμα του ατόμου ή του ζώου, «μιας γραμμής που δεν υπάρχει στη φύση, και που αποτελεί μια αναπαραστατική σύμβαση». Το δεύτερο, σε σειρά και όχι σε σημασία, είναι η κυριαρχία της αναπαράστασης «προφίλ» σε αντίθεση με τις κατά πρόσωπο αναπαραστάσεις. Η κυριαρχία αυτή συνίσταται εξίσου στην τέχνη της Μεσοποταμίας, της Μινωικής Κρήτης και της Αιγύπτου, αλλά και σ' ένα μεγάλο μέρος των κόμικς. Ο συγγραφέας την ερμηνεύει ως αποτέλεσμα της πρόθεσης του δημιουργού να αποδώσει πρόσωπα σε κίνηση κι όχι «στημένα» άτομα που ποζάρουν, όπως γίνεται στις προσωπογραφίες του 18ου αιώνα και στις οικογενειακές φωτογραφίες του 20ου αιώνα. Τέλος, τόσο τα κόμικς όσο και η προϊστορική τέχνη είναι σύμβολο - αναπαραστατικές τεχνικές, δηλαδή ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί κάποιες συμβάσεις για να πετύχει μια μέγιστη νοηματοδότηση, και οι συμβάσεις αυτές είναι συγγενικές στην προϊστορική τέχνη και στα σύγχρονα κόμικς, υπηρετεί όμως, διαφορετικούς σκοπούς: το ιερό και τη σχέση του πρωτόγονου ανθρώπου μ' αυτό στην πρώτη περίπτωση, τη διασκέδαση και το «βέβηλο» γέλιο με την εξαγνιστική και υπονομευτική δύναμη στη δεύτερη.
Ως δεύτερο σταθμό θέτουμε τους παπύρους που βρέθηκαν τοποθετημένοι στους αιγυπτιακούς τάφους. Οι συγκεκριμένοι πάπυροι χρονολογούνται από το 3000 π.Χ. και περιλαμβάνουν οδηγίες προς το νεκρό που θα το βοηθήσουν να φτάσει στην αιώνια ζωή (Βίβλος των Νεκρών), αλλά και στις νεκρικές τοιχογραφίες όπως εκείνη σ' έναν τάφο του Beni - Hasan στην Άνω Αίγυπτο, που αναπαριστά σε εκατόν ενενήντα τρεις εικόνες την πάλη δύο ατόμων.
Επόμενος σταθμός είναι τα αρχαιοελληνικά αγγεία που απεικονίζουν διάφορες σκηνές στην εξέλιξή τους, καθώς και τη ζωοφόρο των αρχαίων ναών, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του Παρθενώνα[2] (Gombrich 1989). Ακολουθούν η στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη, η οποία αναπαριστά σε είκοσι δύο σειρές τις περιπέτειες και τη νίκη του Ρωμαίου αυτοκράτορα επί των Δακών και η ταπιτερί της Bayeux, η οποία αναφέρεται στην απόβαση των Νορμανδών στο Χάστινγκς της Αγγλίας (1066 μ.Χ.) σ' ένα ύφασμα μήκους 70,34 μέτρων και πλάτους 50 εκατοστών. Από τα παραπάνω δεν μπορούν να εξαιρεθούν οι καθεδρικοί ναοί, όπου οι τοιχογραφίες αφηγούνται επεισόδια από τη ζωή του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων, καθώς και τα εικονογραφημένα χειροποίητα βιβλία (ψαλτήρια, βιβλία των Ωρών κ.α.), τα οποία ήταν φτιαγμένα για τους βασιλείς, τους αριστοκράτες και τους πλουσίους, αλλά και (μετά την ανάπτυξη της μηχανικής αναπαραγωγής) τα εικονογραφημένα βιβλία για τους φτωχούς (biblia pauperum), με λιγότερο συμβολικές και αμεσότερα κατανοητές εικόνες και τις εικόνες του Epinal (αφίσες με εικόνες που αφηγούνταν μια ιστορία, συνήθως το βίο κάποιου Αγίου).
Σ' αυτό το σχήμα λοιπόν παρελαύνουν όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί της ιστορίας, συμμετέχουν όλες οι καθοριστικές στιγμές που με γραμμικό σχεδόν τρόπο οδηγούν, μέσω της σταδιακής αύξησης των ομοιοτήτων, στην ανάδυση των κόμικς ως μιας σύγχρονης εκδοχής βραχογραφημάτων ή βίβλων των νεκρών, αντιστοίχου πολιτιστικού status με τη ζωφόρο του Παρθενώνα (Σκαρπέλος 2000).
[1] Ο Francis Lacassin γεννήθηκε στη Γαλλία το 1931. Υπήρξε μελετητής της αστυνομικής λογοτεχνίας, κριτικός της λεγόμενης παραλογοτεχνίας, συγγραφέας και σκηνοθέτης.
[2] Επίσης, υπάρχουν αναφορές για την αναπαράσταση της κίνησης σε έργα αρχαίων Ελλήνων, όπως για παράδειγμα ο προικισμένος λαός της Κρήτης, όπου οι καλλιτέχνες του χαίρονταν να παριστάνουν τη γοργή κίνηση. Όταν έγιναν οι ανασκαφές στο βασιλικό ανάκτορο της Κνωσού, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. είχε αναπτυχθεί ένα τόσο ελεύθερο και χαριτωμένο ύφος. Έργα στο ίδιο ύφος βρέθηκαν και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ένα μυκηναϊκό εγχειρίδιο που απεικονίζει κυνήγι λιονταριού, φανερώνει μια αίσθηση της κίνησης και μια ρευστότητα γραμμής που θα πρέπει να εντυπωσίασε όσους Αιγυπτίους τεχνίτες ήταν πια ελεύθεροι να απομακρυνθούν από τους ιερούς κανόνες της δικής τους τέχνης.
smudge.gr
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου