Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Βαθιά μέσα μας λάμπει ακόμη ο ήλιος

Ο ήλιος από πάνω μας, η άμμος στα πόδια μας, η θάλασσα μας χαϊδεύει την ακοή. Η σκηνή μας στημένη μόλις λίγα μέτρα μακριά. Τα μάτια της έχουν το χρώμα του βράχου, το δέρμα της αρμύρα. Κάθε καλοκαίρι, θα κλέβαμε πάντα δυο στιγμές για να βρεθούμε στη Χαλκιδική. Ήταν το δικό μας καταφύγιο, πάντα στην ίδια παραλία. Αυτό που αρχικά ήταν ανακάλυψη και ενθουσιασμός, έγινε για μας βαθιά αγάπη, θύμηση μιας μικρής ζωής, μαζί.

Η Χαλκιδική μπορεί να μην είναι η πατρίδα μας. Είναι όμως το μέρος που πάνε τα όνειρά μας, για να πάρουν δύναμη, η αγάπη μας, για αίμα. Και ως τέτοια την αγαπήσαμε. Ως τέτοια την γυρεύουμε, με το πρώτο καυτό χάδι του ήλιου.

“Σαν τη Χαλκιδική, δεν έχει”, ακούμε συχνά, μόνο για να ακολουθήσει “αλλά και οι Χαλκιδικιώτες είναι η χειρότερη φάρα”. Λίγους Χαλκιδικώτες γνωρίζουμε, αγαπημένους φίλους, αλλά η δήλωση αυτή ακούγεται περίεργα οικεία: θυμίζει άλλα μέρη, όμορφα μέρη, στα οποία έπεσε η καταραμένη ευλογία του τουρισμού, του παρασιτικού πλουτισμού: Κέρκυρα, Θάσος, ο κατάλογος είναι μακρύς. Φτωχά μέρη, εργατικός λαός, αγροτικός, φτωχός, που ξαφνικά έπιασε τη καλή. Ήρθαν οι τουρίστες, μαγεμένοι σαν κι εμάς, ήρθαν λεφτά πολλά, και εύκολα. Και πέσανε με τα μούτρα, ξερίζωσαν, έσκαψαν, ρήμαξαν, πούλησαν. Και κάπου στη διαδρομή, ξέχασαν ποιοι ήταν, τί ήθελαν. Κάπου στη διαδρομή, το νερό έγινε γλυφό, το καθαρό γέλιο έγινε υπολογιστικό χαμόγελο. Κάπου στη διαδρομή, από το πολύ σκύψιμο έμεινε η καμπούρα.

Ο Έλληνας σήμερα φαίνεται να μοιάζει πιο πολύ από ποτέ στο στερεότυπο του κακού Χαλκιδικιώτη... ξέχασε ποιος ήταν και τί ήθελε. Αγωνίστηκε για να φύγει από την εξαθλίωση, και κατέληξε με το κεφάλι μέσα στην αθλιότητα. Το χρήμα φαινόταν για μια στιγμή εύκολο και άφθονο, δε ρώτησε πώς και γιατί. Πούλησε, σαν να είχε για πάντα. Νόμιζε ότι είχε όσα ήθελε, ότι ήταν τώρα ευτυχισμένος. Μα την ευτυχία την πούλησε πρώτη, μαζί με την αξιοπρέπειά του. Προσκύνησε Θεούς ξένους, έκαψε τη γη του στο βωμό τους, νόμιζε ότι θα τον φρόντιζαν για πάντα. Μα αυτοί τον εγκατέλειψαν, και τώρα του έμεινε η καμπούρα, και μια γκρίνια άσφαιρη, αφού, την αξιοπρέπεια που δίνει στην οργή δύναμη, την αξιοπρέπεια αυτή την έχασε από καιρό.

Ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται. Η ρημαγμένη γη, η καμπούρα στη πλάτη, δεν φεύγουν έτσι εύκολα. Αλλά η συνειδητοποίηση της πτώσης είναι η πρώτη απαραίτητη διαπίστωση για την νέα πορεία. Μια πορεία όμως προς άλλη κατεύθυνση. Όχι προς τα “μπροστά”, αλλά προς τα πάνω. Προς την αξιοπρέπεια, την αντίσταση, εκείνο το όχι το φλεγόμενο, προς την δημιουργία, την κοινότητα, το μοίρασμα, το σεβασμό. Και όλα αυτά υπάρχουν μέσα μας, μαζί με όλη τη σαβούρα. Ας αλλάξουμε, όχι όπως μας ζητάνε οι ενορχηστρωτές της ποταπής σκλαβιάς μας, αλλά πραγματικά, ριζικά, ανθρώπινα. Γιατί πάνω από την αποδοτικότητά μας, χρειαζόμαστε τη ψυχή μας.

Άλλωστε βαθιά μέσα μας υπάρχει πάντα αυτή η παραλία με τη χρυσαφιά άμμο, η γαλαζοπράσινη θάλασσα. Βαθιά μέσα μας λάμπει ακόμη ο ήλιος, και ο έρωτας δεν πέθανε ποτέ. Και η Χαλκιδική μας το θυμίζει πάντα αυτό. Και οι Χαλκιδικιώτες.


Allonsanfan


2 σχόλια :

Allonsanfan είπε...

Θέλω να ζητήσω ταπεινά συγγνώμη, καθώς στο κείμενό μου γράφω ακαμάτης λαός, ενώ στη πραγματικότητα ήθελα να πω ακριβώς το αντίθετο, εργατικός. Πραγματικά λυπάμαι για τη παρεξήγηση...

Ανώνυμος είπε...

Φίλε οκ.. Το άλλαξα! Μην ανησυχείς πάντως... Εγώ εξαρχής νόμισα οτι το έλεγες για πλάκα...

SitU